Katie Kitamura
Εκδόσεις Κέδρος 2017 - σελ. 219
Όλα ξεκίνησαν με ένα τηλεφώνημα από την πεθερά μιας νέας γυναίκας, την Ιζαμπέλα. Ήθελε να μάθει πού ήταν ο γιός της ο Κρίστοφερ και βρέθηκε σε δύσκολη θέση να της πει ότι δεν ήξερε. Δεν της είπε ότι ο Κρίστοφερ κι η αυτή ήταν σε διάσταση έξι μήνες και είχε να μιλήσει στο γιό της σχεδόν ένα μήνα.
Ο Κρίστοφερ Γουάλας είχε πει στη γυναίκα του, πριν ένα μήνα ,στο τηλέφωνο ότι δεν ήθελε να ξεκινήσει η διαδικασία ,του να το λένε στον κόσμο ότι βρίσκονται σε διάσταση. Αν μπορούσε αυτό το θέμα να μείνει μεταξύ τους. Δεν είχαν βρει ακόμα τρόπο να πούνε την ιστορία του χωρισμού τους. Δεν της άρεσε αυτή η συνενοχή αλλά τελικά είπε ναι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είχαν μιλήσει. Όταν επέμεινε λοιπόν ότι δεν ήξερε που ήταν , η Ιζαμπέλα γέλασε και της είπε:
«Μην γίνεσαι γελοία. Μίλησα στον Κρίστοφερ πριν από τρεις βδομάδες και μου είπε ότι θα πηγαίνατε οι δυο σας στην Ελλάδα. Δυσκολεύτηκα να τον βρω και επειδή εσύ είσαι εδώ στην Αγγλία , δεν μπορώ παρά να υποθέσω ότι έχει πάει στην Ελλάδα χωρίς εσένα».
Ήταν πολύ μπερδεμένη για να απαντήσει. Δεν καταλάβαινε γιατί ο Κρίστοφερ της είχε πει ότι θα πηγαίνανε μαζί στην Ελλάδα , δεν ήξερε καν ότι θα έφευγε από τη χώρα.
Της είπε επίσης η Ιζαμπέλα: «Ότι θα πηγαίνατε στην Ελλάδα και ότι εσύ είχες να τελειώσεις μια μετάφραση και εκείνος να κάνει έρευνα. Τώρα ανακαλύπτω ότι εσύ είσαι στο Λονδίνο και εκείνος δεν απαντάει στο τηλέφωνο. Δεν ξέρω που είναι ο Κρίστοφερ. Όπως και να έχει , πρέπει να πας να τον βρεις αμέσως. Ξέρεις πόσο ισχυρή είναι η διαίσθησή μου, ξέρω ότι κάτι δεν πάει καλά».
Υπάκουσε στην εντολή αυτής της γυναίκας και πήγε στην Ελλάδα, μια χώρα που δεν είχε καμία επιθυμία να επισκεφθεί. Είχε αποφασίσει ήδη να ζητήσει διαζύγιο από τον Κρίστοφερ, απλώς θα πήγαινε στην Ελλάδα και θα το έπραττε αυτοπροσώπως. Υπέθεσε ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα έκανα το καθήκον της ως νύφης της. Μια ώρα αργότερα η Ιζαμπέλα της τηλεφώνησε για να της πει σε ποιο ξενοδοχείο έμενε ο Κρίστοφερ και τον κωδικό για το εισιτήριο που είχε κλείσει στο όνομά της για την επόμενη μέρα. Καμία μητέρα δεν θα ζητούσε από τη νύφη της να πάει στην Ελλάδα για να ζητήσει διαζύγιο από τον γιο της. Αν η Ιζαμπέλα ήξερε ότι είχε αγοράσει αεροπορικό εισιτήριο για να πάει η νύφη της να ζητήσει διαζύγιο από τον γιο της , μάλλον θα την είχε σκοτώσει , θα την είχε σφάξει την ίδια στιγμή…
Δεν φαντάστηκε η νεαρή κοπέλα πώς θα αισθανόταν ο Κρίστοφερ, τι θα σκεφτόταν όταν θα την έβλεπε, θα υπέθετε ότι ήθελε να γυρίσει πίσω. Για ποιον λόγο να ακολουθήσει μια γυναίκα τον εν διαστάσει σύζυγό της σε μια ξένη χώρα παρά για να δώσει τέλος στον χωρισμό τους ; Μήπως θα αναρωτιόταν τι ακριβώς ήθελε; Μήπως θα αισθανόταν ότι τον παρακολουθούσε ή τον κυνηγούσε , μήπως θα τρόμαζε πως είχε συμβεί κάποια καταστροφή , πώς κάτι είχε πάθει η μητέρα του ή μήπως θα γέμιζε ελπίδα , θα νόμιζε πως μια επανένωση δεν ήταν τελικά ανέφικτη ή θα ένιωθε ακόμη μεγαλύτερη προσβολή από αυτήν που θα ένιωθε κανονικά εξαιτίας της απόφασής της να ζητήσει διαζύγιο, κάτι που σκόπευε ούτως ή άλλως να κάνει; Αμέσως ένιωσε ντροπή, για εκείνον, για αυτήν, πάνω απ’ όλα για την κατάσταση.
Η νεαρή γυναίκα φτάνει στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Γερολιμένα της Μάνης και στο ξενοδοχείο ,που μένει ο άντρας της. Όμως ο Κρίστοφερ είχε πάει κάποια εκδρομή. Είχε τρεις ημέρες να εμφανιστεί στο ξενοδοχείο. Αναγκάζεται να τον περιμένει να επιστρέψει. Τότε θα του ζητούσε διαζύγιο. Ήταν σημαντική αυτή η εκφορά , αυτές οι λέξεις ή μάλλον αυτή η μία λέξη-διαζύγιο-, που μέχρι τότε απουσίαζε εκκωφαντικά από τις συζητήσεις τους και, μόλις λεγόταν, θα άλλαζε ανεπανόρθωτα την πορεία του χωρισμού τους. Είχε πάρει μια απόφαση που πίστευε ότι ήταν οριστική, αλλά δεν θα την πείραζε να απολαμβάνει τον ήλιο για μέρες , για βδομάδες, χωρίς να κουνιέται, χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς να λέει λέξεις.
Ο Κρίστοφερ έγραφε το δεύτερο βιβλίο του και έκανε έρευνα στια τελετουργικά του πένθους ανά τον κόσμο , ένα έργο πολιτισμικής και πολιτικής επιστήμης ,που θα περιέκλειε τόσο τις κοσμικές , όσο και τις θρησκευτικές τελετές. Είχε έρθει στην Ελλάδα για να μελετήσει τις επαγγελματίες του πένθους, τις γυναίκες που πληρώνονταν για να θρηνήσουν στις κηδείες. Οι μοιρολογίστρες, ήταν γυναίκες που τραγουδούσαν το επικήδειο μοιρολόι στα χωριά. Ήταν κυριολεκτικά μια εξωσωματική εμπειρία. Εσύ, που πενθείς , απαλλάσσεσαι πλήρως από την ανάγκη να δείξεις τα συναισθήματά σου. Όλη η πίεση της κηδείας , η προσδοκία ότι θα δείξεις τον πόνο σου στο συγκεντρωμένο πλήθος. Η μοιρολογίστρα έπρεπε πρώτα να δείξει να τραγουδάει, μετά να διοχετεύει τον πόνο ,που είναι απαραίτητος στο μοιρολόι. Έβαζε στο νου της λυπητερές ιστορίες από δικές της απώλειες, σκεφτόταν προσωπικές απώλειες. Τα τραγούδια καθαυτά είναι συγκεκριμένοι θρήνοι , λένε ιστορίες. Για να νιώσουν οι μοιρολογίστρες όμως τα τραγούδια, για να βγάλουν τα συναισθήματα που πρέπει στον θρήνο τους, πρέπει να σκεφτούν κάτι προσωπικό , είναι δύσκολο να μείνει αφηρημένο. Θα πρέπει να έχεις πάρα πολλή θλίψη μέσα σου, για να θρηνήσεις για άλλους ανθρώπους και όχι για αυτές. Υποφέρουν στην θέση των άλλων. Ήταν περίεργη επιλογή αυτό το θέμα της απώλειας, για έναν άνθρωπο ,σαν τον Κρίστοφερ , που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε χάσει τίποτα σημαντικό, ούτε σύζυγο, ούτε ερωμένη, ούτε γονιό , ούτε καν σκύλο ,που η ζωή του ήταν ακέραιη σε όλες τις βασικές λεπτομέρειες.
Η νεαρή γυναίκα πριν τρεις μήνες είχε γνωρίσει έναν δημοσιογράφο τον Ιβάν, φίλο του Κρίστοφερ από το πανεπιστήμιο. Ο Ιβάν της ζήτησε να μείνει στο διαμέρισμά του ευθύς εξαρχής, με το ξεκίνημα σχεδόν της σχέσης τους. Ο Ιβαν σύντομα άρχισε να την ενθαρρύνει να οριστικοποιήσει τον χωρισμό με τον Κρίστοφερ , ή τουλάχιστον να του πει ότι δεν έμενε πια στο παλιό διαμέρισμα. Ο νους της υπαγόρευε ότι δεν μπορούσε να είναι παντρεμένη με έναν άντρα και να ζει με έναν άλλο, τουλάχιστον για καιρό. Το παράλογο θα ήταν να μείνει σε αυτή την κατάσταση αναποφασιστικότητας, ούτε εκτός γάμου , ούτε μαζί ούτε χώρια από εκείνο τον άνθρωπο. Όσο νωρίτερα μπορούσε να απαλλαγεί από αυτή την κατάσταση, τόσο το καλύτερο για αυτήν, δεν μπορούσε να μένει παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο ξεχωριστά και ανταγωνιστικά σύνολα προσδοκιών. Υπενθύμιζε στον εαυτό της ότι υπήρχαν λόγοι για τους οποίους έπρεπε να βρει τον Κρίστοφερ, για το δικό της καλό, αν όχι για το δικό του. Σκεφτόταν ότι μόλις επιστρέψει ο Κρίστοφερ θα του πει ότι ήθελε διαζύγιο και τότε όλα θα είχαν τελειώσει, θα ήταν πλέον ζήτημα γραφειοκρατίας.
Σύντομα μαθαίνει ότι κάποιοι είδαν τον Κρίστοφερ στο ακρωτήριο Ταίναρο , με μια γυναίκα , αποφασίζει πλέον την άλλη μέρα να φύγει για το Λονδίνο. Ο Κρίστοφερ αλώνιζε την ελληνική επαρχία κυνηγώντας τη μια γυναίκα μετά την άλλη. Για μια στιγμή τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Όταν όμως μαθαίνει ότι το σώμα του Κρίστοφερ βρέθηκε σε ένα ρηχό χαντάκι έξω από ένα χωριό τότε όλα μέσα της ανατρέπονται και επανεξετάζει τον έρωτά της για έναν άντρα που ίσως να μην ήταν αυτός που έδειχνε…
Ένα βιβλίο για την αγάπη , τον χωρίς ανταπόδοση έρωτα, την απώλεια ενός παιδιού, τον γάμο , την απιστία, την μοιχεία, την προδοσία, την ζήλια, τη συμπόνια, την ενοχή, τον θάνατο, τις τελετουργίες του θανάτου, τα μοιρολόγια, το πένθος, τον πόνο , τον χωρισμό , το διαζύγιο ,για τις αφηγήσεις που επινοούμε για να κρύψουμε τα αληθινά μας αισθήματα.
Ένα συγκλονιστικό και επιτυχημένο βιβλίο. Ένα ατμοσφαιρικά και συναισθηματικά εκλεπτυσμένο μυθιστόρημα. Ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα με φόντο τη Μάνη, που θα συγκλονίσει τον αναγνώστη.
Η Katie Kitamura είναι πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Gone to the Forest και The Longshot, τα οποία ήταν φιναλίστ για το λογοτεχνικό βραβείο New York Public Library’s Young Lions. Έχει λάβει επίσης υποτροφία από το Ίδρυμα Lannan. Είναι τακτική συνεργάτιδα στο Frieze, ενώ κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στα εξής έντυπα: The New York Times, The Guardian, Granta, BOMB, Triple Canopy. Ζει στη Νέα Υόρκη.
Κώστας Τραχανάς