Η Μαρία Ευθυμίου γεννήθηκε στη Λάρισα το 1955. Σπούδασε Ιστορία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Σορβόννη. Είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο διδάσκει από το 1981. Από το 2007 διδάσκει δωρεάν, σε όλη την Ελλάδα, κύκλους παγκόσμιας και ελληνικής Ιστορίας. Τα μαθήματα αυτά έχουν καλύψει περί τις 3.500 ώρες διδασκαλίας και τα έχουν παρακολουθήσει δεκάδες χιλιάδες άτομα. Έχει συγγράψει και επιμεληθεί έξι βιβλία Ιστορίας. Έχουν δημοσιευτεί περί τα 70 άρθρα και συμβολές της σε επιστημονικά συνέδρια και περιοδικά Ιστορίας, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το έτος 2013 τιμήθηκε με το Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας εις μνήμην Β. Ξανθόπουλου – Στ. Πνευματικού. Το βιβλίο της Ρίζες και θεμέλια: Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού, που έγραψε σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, είναι η αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Δεν το περίμενα. Και, εξ αυτού, η έκπληξη ήταν, όπως καταλαβαίνετε, ακόμα πιο ευχάριστη.
Ναι, στην Ελλάδα υπάρχει αγάπη για την Ιστορία και πολλοί φιλίστορες.
Το νέο βιβλίο αναφέρεται, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, στην Ιστορία του Ελληνισμού στα 4.000 χρόνια της καταγεγραμμένης παρουσίας του στον χώρο της ελληνικής χερσονήσου και της Ανατολικής Μεσογείου. Το προηγούμενο εστίαζε, ως επί το πολύ, στην παγκόσμια Ιστορία.
Και στις δύο περιπτώσεις, ο Μάκης Προβατάς ήταν εκείνος που είχε την έμπνευση και την ιδέα. Είμαστε στενοί φίλοι και μοιραζόμαστε το ενδιαφέρον για την Ιστορία, οπότε τα περαιτέρω είναι εύκολα, θα έλεγα.
Η ίδια η Ιστορία του Ελληνισμού είναι γοητευτική. Εξαιρετικά γοητευτική. Γι’ αυτό και γοητεύεται, πιστεύω, ο αναγνώστης.
Η γλώσσα είναι όργανο επικοινωνίας και πνευματικής διαμόρφωσης για κάθε λαό. Πόσο μάλλον για τους Έλληνες, που έχουν το προνόμιο να διαθέτουν μια τόσο πλούσια και αρχαία γλώσσα, η οποία γεννήθηκε και ανδρώθηκε μέσα από τις πολυποίκιλες δραστηριότητές τους και το ανήσυχο του πνεύματός τους.
Ναι, ο ελληνικός πολιτισμός επηρέασε βαθιά τους Ρωμαίους, γι’ αυτό και ο ρωμαϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται συχνά ως «ελληνορωμαϊκός».
Τα ελληνικά ήταν η ισχυρή γλώσσα της Ανατολικής Μεσογείου επί πάνω από χίλια χρόνια. Γι’ αυτό και η λατινική, η γλώσσα των Ρωμαίων κυριάρχων, δεν άντεξε για πολύ ως επίσημη γλώσσα διοίκησης στην περιοχή αυτή και αντικαταστάθηκε από την ελληνική ήδη από τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Ναι, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, από τον 16ο αιώνα και μετά, οι Έλληνες δημιούργησαν σχολεία. Μάλιστα, μετά τον 17ο αιώνα και ιδίως στον 18ο και 19ο αιώνα, κάποια εξ αυτών ήταν εξαιρετικά.
Σε έναν βαθμό, επί Βενετοκρατίας και επί Τουρκοκρατίας λόγω της εισροής ιταλικών και τουρκικών, αντιστοίχως, λέξεων σε αυτήν. Κυρίως όμως σήμερα, από την αγγλική γλώσσα – και την αδιαφορία και την αφροσύνη μας.
Με το πείσμα, την αντοχή, τη ναυτοσύνη, την εργατικότητα, την εφευρετικότητα, την επιχειρηματικότητα και τη φιλοπεριέργειά τους.
Πολύ, μια και, έτσι, οι Έλληνες επηρέασαν με τον πολιτισμό τους έναν μεγάλο αριθμό λαών της Κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου, της Αδριατικής, της Μαύρης Θάλασσας, της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής.
Γιατί, έτσι κατανοούν τον εαυτό τους και την κοινωνία τους – στο παρελθόν, αλλά και στο σήμερα.
Τα άλματα είναι φανερά σε πάμπολλους τομείς. Από μια χώρα μικρή, σήμερα η Ελλάδα έχει σύνορα μεγαλύτερα από χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ελβετία, η Αυστρία, η Τσεχία κ.ά. Από μία χώρα απ’ άκρου σε άκρο κατεστραμμένη, σήμερα διαθέτει εντυπωσιακό οδικό δίκτυο, λιμάνια, αεροδρόμια ασυνήθιστα πολλά για το μέγεθός της, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, μουσεία, θέατρα ασυνήθιστα πολλά για τον πληθυσμό της, έχει τιμηθεί με δύο Νόμπελ, έχει διοργανώσει - και πολύ επιτυχημένα - δύο φορές Ολυμπιακούς Αγώνες, έχει να παρουσιάσει διεθνώς αναγνωρισμένους επιστήμονες, ερευνητές, στοχαστές, αθλητές, καθώς και σπουδαία λογοτεχνική παραγωγή, ποίηση, στιχουργική, μουσική, ζωγραφική κ.ά. Και ένα επίπεδο ζωής που την κατατάσσει στην πρώτη σαραντάδα μεταξύ των περίπου διακοσίων χωρών αυτού του πλανήτη. Καθόλου μικρό επίτευγμα, θα έλεγε κανείς.