Ο Κίκε Φεράρι γεννήθηκε το 1972 στο Μπουένος Άιρες. Κείμενά του δημοσιεύονται σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και διάφορες ιστοσελίδες, σε Λατινική Αμερική και Ευρώπη. Γράφει επίσης τακτικά στην εφημερίδα του συνδικάτου των εργαζομένων στο μετρό της αργεντίνικης πρωτεύουσας, όπου είναι και ο ίδιος μισθωτός, καταφέρνοντας να συμβιβάζει τη συγγραφή με τον καθαρισμό του σταθμού "Ουρουγουάη" της γραμμής Β. Έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Operacion Bukofski", "Lo que no fue" (Πρώτη Διάκριση στο Premio Casa de las Americas το 2009), "Punto ciego", το οποίο έγραψε από κοινού με τον Juan Mattio, και η συλλογή διηγημάτων "Nadie es inocente". Το 2012 με το "Από μακριά μοιάζουν με μύγες" απέσπασε το Βραβείο Silverio Canada για το Καλύτερο Ισπανόφωνο Αστυνομικό Μυθιστόρημα (Opera Prima) στην ετήσια φεστιβαλική Εβδομάδα Νουάρ Λογοτεχνίας (Semana Negra) της Χιχόν. Το βιβλίο έγινε αμέσως καλτ φαινόμενο με φανατικό κοινό. Η νέα έκδοσή του από τον οίκο Alfaguara κατέκτησε σημαντικούς εκδότες διεθνώς.
Αρχικά είχα την υπόθεση: ένας ισχυρός άντρας βρίσκει ένα πτώμα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Εν συνεχεία, τη δομή της πλοκής: ένα κεφάλαιο θα έπρεπε να είναι αφιερωμένο στο πώς θα ξεφορτωθεί το πτώμα και το επόμενο στα φλας μπακ και τις σκέψεις του πρωταγωνιστή, που προσπαθεί να ανακαλύψει ποιος του έστησε παγίδα. Κι έτσι συνεχίζεται μέχρι το τέλος, το οποίο επίσης γνώριζα απ’ την πρώτη στιγμή. Η δυσκολία της συγγραφής ήταν να αποκαλύπτω σιγά σιγά ποιος ήταν αυτός ο ισχυρός άντρας και ποιοι οι πιθανοί εχθροί του.
Για τον κύριο Μάτσι δεν γνωρίζω τίποτα περισσότερο από αυτό που γνωρίζει ο αναγνώστης. Νομίζω, όπως λέει ο ίδιος, πως η αλαζονεία του οφείλεται στο γεγονός ότι κατάφερε να φτιάξει μια μικρή αυτοκρατορία από ένα μικρό αρχικό κεφάλαιο, χάρη στην αποφασιστικότητά του και στην εκμετάλλευση των ευκαιριών που του πρόσφερε η πολιτική πραγματικότητα της Αργεντινής.
Στο μυθιστόρημα δίνονται δύο θεωρίες, που αν το καλοσκεφτείτε είναι μία: η απόκτηση συγκεκριμένων προϊόντων προσφέρει, ιδίως στους νεόπλουτους, υψηλό κοινωνικό στάτους. Αυτό, βέβαια, ισχύει για όλους: ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα του ύστερου καπιταλισμού είναι ότι έδωσε λύση στην ίδια του την κρίση παραγωγής με το να επιθυμούμε πράγματα που δεν χρειαζόμαστε, μερικές φορές μόνο και μόνο για τη μάρκα τους.
Πολλοί μπορεί να είναι οι λόγοι: ένας νεκρός, πυροβολημένος στο πρόσωπο, μέσα στο αμάξι του ίσως σημαίνει πως κάποιος θέλει να τον ενοχοποιήσει. Επίσης, μπορεί να έχει να κάνει με την παράνοιά του από τη συνεχή χρήση κοκαΐνης. Ένας τελευταίος λόγος που μου έρχεται στο μυαλό είναι πως κανείς στην Αργεντινή, ούτε καν οι εκατομμυριούχοι, δεν εμπιστεύεται την αστυνομία.
Δεν ξέρω. Ούτε είμαι σίγουρος ότι η σωστή λέξη είναι ανοχή. Νομίζω ότι έχει να κάνει με συνήθεια. Και, όπως πολύ σωστά λέτε, η ατιμωρησία παίζει το ρόλο της.
Δεν μπορώ να σας απαντήσω σε αυτή την ερώτηση χωρίς να αποκαλύψω το τέλος του βιβλίου. Αλλά θέλω να πιστεύω ότι ο κάθε αναγνώστης θα έχει μια διαφορετική απάντηση στην ερώτηση που μου κάνετε.
Προσπάθησα να δουλέψω με διαφορετικούς τρόπους τον ελλειπτικό λόγο και με τη δυνατότητα να βάλω ανάμεσα σε σκιές διάφορα σημεία της διήγησης, βασιζόμενος στη χρήση πολλαπλών αφηγητών, καθώς επίσης να χρησιμοποιήσω προς όφελός μου – και προς όφελος του σασπένς– τον τρόπο ανάγνωσης που προϋποθέτει η νουάρ λογοτεχνία.
Πολλοί, αναλόγως με τη στιγμή και το κείμενο που γράφω. Στο μυθιστόρημα αυτό με συντρόφεψαν περισσότερο οι δουλειές του Τζιμ Τόμσον (Jim Thomson) για τη χρήση βίας και τη νοοτροπία των δολοφόνων, του Ρικάρντο Πίλια (Ricardo Piglia) για την έννοια της παρανοϊκής μυθοπλασίας, που συμπεριλαμβάνει την αστυνομική λογοτεχνία, αλλά ταυτόχρονα την υπερβαίνει, και τέλος τα βιβλία του Πάκο Τάιμπο ΙΙ (Paco Taibo II) που προτιμώ περισσότερο για τον προφορικό τους λόγο και τους πολλαπλούς αφηγητές.
Δεν περνάει βραδιά που να μην αναρωτιέμαι τι θα διαβάσουν στα βιβλία μου αναγνώστες όπως εσείς, που μας χωρίζει μεγάλη απόσταση, γεωγραφική, γλωσσική, ιδιοσυγκρασίας. Όπως και να ‘χει, είστε εσείς αυτοί που ολοκληρώνουν το μυθιστόρημα: οι αναγνώστες γνωρίζουν το κείμενο περισσότερο απ’ αυτούς που το γράφουν.