Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ)
Σε χαμηλή θέση, παρά το γεγονός ότι το 2015 οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη ανήλθαν σε ιστορικό υψηλό, παραμένει η Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η Ελλάδα κατατάσσεται στην 32η θέση μεταξύ των 38 χωρών-μελών του διεθνούς οργανισμού με βάση τον δείκτη «Ενταση Ε & Α», δηλαδή οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη ως ποσοστό του ΑΕΠ, που πλησίασαν το 1% και διαμορφώθηκαν συγκεκριμένα στα 1.683,8 εκατ. ευρώ ή 0,96% του ΑΕΠ.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη δεν αυξήθηκαν το 2015 μόνο ως ποσοστό, επειδή δηλαδή μειώθηκε ο παρονομαστής, ήτοι το ΑΕΠ, αλλά είναι υψηλότερες σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια και ως απόλυτο νούμερο: το 2014 ήταν 0,84% του ΑΕΠ ή 1.488,7 εκατ. ευρώ, ενώ το 2011 ανέρχονταν στο 0,67% του ΑΕΠ και είχαν διαμορφωθεί στα 1.391,2 εκατ. ευρώ.
Η υστέρηση πάντως της χώρας αυτή ίσως είναι αναμενόμενη στην τρέχουσα δυσμενή οικονομική συγκυρία, εάν μάλιστα λάβει κάποιος υπόψη ότι οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη ήταν προκλητικά χαμηλές τις εποχές των παχιών αγελάδων. Την ίδια ώρα, ωστόσο, η υστέρηση αυτή στην παρούσα συγκυρία έχει πολύ πιο εμφανείς συνέπειες, καθώς αποτελεί μία από τις καθοριστικές παραμέτρους για την ύφεση και τη μη δημιουργία βιώσιμων θέσεων απασχόλησης. Παράλληλα, η μη διάθεση επαρκών κονδυλίων για έρευνα και ανάπτυξη είτε από φορείς του Δημοσίου είτε από τον ιδιωτικό τομέα επιτείνει το φαινόμενο του brain drain (διαρροή εγκεφάλων ή ταλέντων), καθώς το ερευνητικό δυναμικό αναζητεί φυσικά αντικείμενο εκεί όπου υπάρχει, σε ινστιτούτα και επιχειρήσεις του εξωτερικού.
Οι δαπάνες στην Ελλάδα για έρευνα και ανάπτυξη ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλά κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-15 (2,1% του ΑΕΠ) αλλά και κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-28 (2% του ΑΕΠ), ενώ ο μέσος όρος για τις χώρες -μέλη του ΟΟΣΑ είναι 2,4% του ΑΕΠ. Η κατά κεφαλήν ετήσια δαπάνη ανέρχεται σε περίπου 236 ευρώ, ενώ στην Ε.Ε. η αντίστοιχη δαπάνη είναι σχεδόν τριπλάσια, περίπου 705 ευρώ.
Η έρευνα και η ανάπτυξη στην Ελλάδα χρηματοδοτείται κατά 52,7% από το κράτος, κατά 31,8% από τις επιχειρήσεις, κατά 12,8% από το εξωτερικό (κοινοτικά προγράμματα και ξένες επιχειρήσεις) και κατά 2,7% από άλλους εθνικούς φορείς. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις απασχολείται μόλις το 14,3% του συνόλου των ερευνητών στην Ελλάδα. Η χρηματοδότηση της έρευνας κατά 52,7% από το κράτος αποτελεί το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των 38 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Το υψηλότερο ποσοστό το συναντούμε στο Μεξικό (71,2%), στην Αργεντινή (70,6%) και στη Ρωσία (69,9%). Και οι τρεις αυτές χώρες βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης του ΟΟΣΑ με βάση τον δείκτη «Ενταση Ε & Α».
Αυτό και μόνο το στοιχείο για την Ελλάδα είναι εξαιρετικά προβληματικό, δεδομένων των περιορισμένων δυνατοτήτων του προϋπολογισμού σε μια μακρά περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής. Το μικρό ποσοστό δαπανών από το εξωτερικό δείχνει επίσης την απουσία επενδύσεων τόσο από ξένες όσο και από ελληνικές επιχειρήσεις. Οι μεν ξένες προφανώς δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και αντιμετωπίζουν τα γνωστά προβλήματα για το επιχειρείν που χαρακτηρίζουν το ελληνικό κράτος, οι δε ελληνικές τώρα δεν έχουν πλέον επαρκή κονδύλια, ενώ ανέκαθεν δεν διέθεταν τη σχετική κουλτούρα (με φωτεινές εξαιρέσεις, βεβαίως) της υλοποίησης επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη και συνολικά της επανεπένδυσης των κερδών τους στην παραγωγική διαδικασία της επιχείρησης.
Η αποβιομηχάνιση που προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης και το γεγονός ότι η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα εξακολουθεί να εστιάζεται στους τομείς της κατανάλωσης και της διασκέδασης είναι ακόμη μία απόδειξη του παραπάνω.