Αναρτήθηκε στις:02-10-25 12:20

Τα λόγια των παλιών δασκάλων που πονούσαν πιο πολύ κι απ’ τη βέργα…


Κείμενο – φωτογραφίες: Βασίλης Μαλισιόβας*



Εισαγωγή – Μαρτυρία


Στη σύγχρονη εποχή, μπορεί για την πλειονότητα των ανθρώπων η βία του δασκάλου προς τους μαθητές να είναι έννοια άγνωστη. Σήμερα όμως, σε πολλές περιπτώσεις φτάνουμε στο άλλο άκρο (κυριολεκτικά να τρέμει ο εκπαιδευτικός να κάνει μια απλή παρατήρηση στους μαθητές), ενώ το πιο ανησυχητικό είναι ότι πλέον η λεκτική και σωματική βία που υφίστανται τα παιδιά προέρχεται από την πλευρά συμμαθητών τους, συχνά μάλιστα με βαναυσότητα που σοκάρει, αλλά και σχετική «διαφήμιση» στα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα. Όσο παλαιότερα μεταφερόμαστε στον χρόνο, τόσο σκληρότερες ήταν οι σωματικές τιμωρίες, αλλά και οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί δασκάλων προς τους μαθητές, ειδικά σε αγροτικές και γενικώς απομονωμένες περιοχές (π.χ. νησιά).

Θα ήθελα εδώ να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε αγροτικό περιβάλλον. Αρχές της δεκαετίας του 1980 τελείωσα το δημοτικό σχολείο στο χωριό μου (Μαρκινιάδα Άρτας), στο οποίο έρχονταν μαθητές και από γειτονικούς οικισμούς. Τα πάμφτωχα και ταλαιπωρημένα αυτά παιδιά ζούσαν σε σπίτια όπου δεν είχαν ρεύμα, άρα το διάβασμα έπρεπε να γίνει όσο διαρκούσε το φυσικό φως της ημέρας (ελάχιστο τον χειμώνα) και το βράδυ με τη λάμπα πετρελαίου.

Εύλογες ήταν οι χαμηλές επιδόσεις των μαθητών αυτών, οι οποίοι επιπλέον έρχονταν στο σχολείο μας περπατώντας, πολύ συχνά με ακραίες καιρικές συνθήκες (καταιγίδες, χιόνι κ.λπ.). Όταν έφταναν στο σχολείο τον χειμώνα, τα παιδιά αυτά συχνά ήταν βρεγμένα μέχρι το κόκαλο. Αφού στέγνωναν στην ξυλόσομπα της μίας και μοναδικής αίθουσας για όλες τις τάξεις (από την πρώτη μέχρι την έκτη), οι μαθητές και οι μαθήτριες έπρεπε να συγκεντρώσουν το μυαλό τους, αλλά και να εξοικονομήσουν δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν τον, πάρα πολύ συχνά, κέρβερο δάσκαλο.

Εκτός της χειροδικίας (σφαλιάρες, χτύπημα με βέργα, χάρακα κ.ά. / βλ. το σχετικό άρθρο μου Σχολικές τιμωρίες του… παλιού κακού καιρού!) οι δάσκαλοι είχαν στη φαρέτρα τους κάποια όπλα που προκαλούσαν πόνο μεγαλύτερο και μονιμότερο κι από τον σωματικό, αφού τραυμάτιζαν ανεπανόρθωτα τις αθώες παιδικές ψυχές.

Χωρίς να περιαυτολογώ, ήμουν καλός μαθητής στο σχολείο. Μόνο μία φορά με χτύπησε ένας δάσκαλος, ο οποίος είχε την παράλογη απαίτηση να μάθουμε στην τρίτη δημοτικού όλη την προπαίδεια… μια κι έξω! Τη μία μέρα τη δίδασκε, την επόμενη, έπρεπε να την ξέρουμε «νεράκι»!

Μολονότι όμως δεν έτρωγα ξύλο, κουβαλώ ακόμα μέσα μου ως δυσεπούλωτο τραύμα τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζονταν φίλοι και συμμαθητές μου.

Δάσκαλοι να κουράζονται… χτυπώντας μαθητές και μαθήτριες, που προσπαθούσαν να μη βάλουν τα κλάματα απ’ τον πόνο, παιδιά να βλέπουν τα αδέρφια τους να πέφτουν θύματα ακραίας βιαιοπραγίας από τον δάσκαλο και να πρέπει να παραμείνουν ατάραχα.

Αλλά κι όλοι οι υπόλοιποι, που βλέπαμε αυτές τις σκληρές καταστάσεις, να κάνουμε σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Να βιώνουμε καθημερινά αυτή την αδιανόητη και απάνθρωπη σωματική κακοποίηση και να μη μπορούμε να αντιδράσουμε.

Κι ο δάσκαλος τη μια στιγμή να δέρνει ανηλεώς μαθητές και την άλλη να συνεχίζει κανονικά την παράδοση του μαθήματος, μιλώντας για ευγένεια, ήθος, πραότητα… Ό,τι είχε το Αναγνωστικό ή το βιβλίο Αγωγής του Πολίτη!

Οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί


2.1. Γενικοί αξιολογικοί χαρακτηρισμοί


Μετά την οφειλόμενη βιωματική εισαγωγή, εισερχόμαστε στο κυρίως θέμα μας.

Εξαρχής πρέπει να τονιστεί ότι οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί που θα παρουσιαστούν στο συγκεκριμένο άρθρο αφορούν μια απολύτως κατακριτέα και αντιπαιδαγωγική στάση εκπαιδευτικών προς μαθητές κατά τις παλαιότερες δεκαετίες. Και μάλιστα, όσο πιο πίσω μεταφερόμαστε στον χρόνο, τόσο πιο σκοτεινή ήταν η σχολική πραγματικότητα, καθώς οι δάσκαλοι όχι απλώς δεν αποτρέπονταν, αλλά –ειδικά σε αγροτικές περιοχές με ολιγογράμματους ή και αναλφάβητους γονείς– ενθαρρύνονταν από τους γονείς να χτυπούν τα παιδιά. «Βάρα, κυρ-δάσκαλε! Για να γένει άνθρωπος το παιδί μου!», ήταν μια προτροπή προς τους κακοποιητές εκπαιδευτικούς.

Το πρώτο πεδίο λέξεων ήταν οι καθαρά μειωτικοί χαρακτηρισμοί, θα λέγαμε γενικής ισχύος, δηλαδή χωρίς να μπορούν να ενταχθούν σε κάποια «θεματική κατηγορία».

Έτσι έχουμε:

άσχετος (και σε σύνθεση, για επίταση σημασίας: πανάσχετος).

βλαξ, βλάκας, πανύβλακας, βλακόμουτρο, Βλακέντιος. Παρατηρούμε τη διατήρηση μιας λέξης στη λόγια εκφορά της (ο βλαξ, του βλακός), ενώ και εδώ έχουμε σύνθετες λέξεις (βλακόμουτρο, πανύβλακας). Ο Βλακέντιος φυσικά δεν υφίσταται κατά κυριολεξία, αλλά είναι σχηματισμένη αναλογικά προς το πρότυπο των λατινικών λέξεων (π.χ. Βικέντιος).

ηλίθιος, πανηλίθιος.

χαζός λέξη, που, όπως και στην καθομιλουμένη, εμπεριείχε ακραία υποτιμητική διάθεση, χρησιμοποιείτο δε κατά κόρον από πλείστους παλαιούς δασκάλους.

ύπνος. Η σκληρή αυτή λέξη χρησιμοποιούνταν και με περιφραστικό ισοδύναμο: Κοιμάσαι όρθιος!


2.2. Ζώα – Πουλιά


Παλαιός εκπαιδευτικός μού έλεγε, με πικρό χιούμορ, ότι ενώ έκανε μάθημα στην αίθουσα και είχε ανοιχτά τα παράθυρα, ακούγοντας κάποιον συνάδελφό του θα νόμιζε ότι κάνει μάθημα ζωολογίας… ενώ ήταν γυμναστής!

Έτσι οι λέξεις με τις οποίες «στόλιζαν» τους αμελείς μαθητές ή όσους είχαν αντικειμενικές δυσκολίες στη μάθηση (κάτι που δεν εξεταζόταν καν ως ενδεχόμενο παλαιότερα…) ήταν οι εξής:

ζώο/ζώον. Και εδώ παρουσιάζει ενδιαφέρον η λόγια εκφορά της λέξης, με τελικό ν. Πλήρης απαξίωση της νοητικής/αντιληπτικής ικανότητας και δυνατότητας εκπαίδευσης του μαθητή. Συχνή και η χρήση της λ. ζωντόβολο (με επίταση σημασίας).

βόδι και, με μεγεθυντικό, βόιδαρος. Λέξη που έχει ληφθεί από το αγροτικό λεξιλόγιο, έχει μάλιστα εδραιωθεί ως στερεοτυπική αντίληψη και στην καθομιλουμένη.

γάιδαρος / γαϊδούρι / γομάρι (σπανιότερα, ιδίως σε αγροτικές περιοχές). Οι λέξεις αυτές ξεστομίζονταν όταν ο δάσκαλος ήθελε να στηλιτεύσει κυρίως τη συμπεριφορά μαθητών (π.χ. αν αυτοί έκαναν κάτι επιλήψιμο, π.χ. έβρισαν ένα συμμαθητή τους, ενώ ο δάσκαλος μπορούσε αυτό να το κάνει καθημερινά, ανενόχλητος!).

μοσχάρι: Συναφές σημασιολογικά προς τη λ. βόδι, καθότι το μοσχάρι είναι το νεαρό βόδι, οπότε εδώ τονιζόταν η νεαρή ηλικία των μαθητών/τριών.

Το πεδίο των πουλιών επίσης αποτέλεσε για τους δασκάλους σημαντική «παρακαταθήκη» απαξιωτικών χαρακτηρισμών. Μολονότι ήδη από την αρχαιότητα η κουκουβάγια αποτελεί το σύμβολο της σοφίας, από τον χώρο της πτηνοπανίδας χρησιμοποιούνταν από τους παλαιούς δασκάλους τέσσερις λέξεις, οι οποίες επιδίδουν και στην καθημερινή επικοινωνία με διάθεση υποτίμησης του συνομιλητή. Έτσι έχουμε:

μπούφος/μπουφοπούλι.

• όρνιο. Τόσο ο μπούφος όσο και το όρνιο χαρακτηρίζονται από τον γενικό πληθυσμό σαν χαζά πουλιά, το οποίο ουδόλως ισχύει. Στην αρνητική προκατάληψη προς αυτά συνέβαλε πιθανότατα η μορφή τους.

• χαζοπούλι. Αταύτιστο, φυσικά, ως είδος, συμπεριληπτικό όμως ως μειωτικός χαρακτηρισμός.

2.3. Μεταφορές σχετικές με το κεφάλι


• Σε ό,τι αφορά το κεφάλι, υπάρχει πλήθος λέξεων σχετικών με το θέμα μας. Ορισμένες μειωτικές λέξεις, μάλιστα με μετωνυμική χρήση, εστιάζουν στην αδυναμία αντίληψης, όπως τουλάχιστον θεωρούσε ο δάσκαλος για μαθητές που, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, δεν μπορούσαν να μάθουν γράμματα. Ειδικότερα χρησιμοποιούσε τις εξής λέξεις όταν αναφερόταν στο κεφάλι μαθητή/τριας με χαμηλή επίδοση στα μαθήματα: γκλάβα, ξερό, ρημάδι, κούτρα.

• Η δεύτερη υποκατηγορία αφορά λέξεις που έχουν σχέση είτε με το μέγεθος του κεφαλιού, είτε με το –πάντα κατά την κρίση του εκπαιδευτικού των παλαιών εποχών– περιεχόμενό του. Συγκεκριμένα πρόκειται για τις λέξεις: κεφάλας, τζόρας, σκράπας, κούτσουρο, μπουμπούνας (και σε σύνθεση: μπουμπουνοκέφαλος), κουμπούρας, κουφιοκεφαλάκης, Μπαινάκης και Βγαινάκης (υπό μορφή σκωπτικών/πλαστών επιθέτων, μολονότι και τα δύο είναι πραγματικά επώνυμα, με ε φυσικά). Στην ίδια συνάφεια, αξιοσημείωτη εδώ η φράση «Απ’ τη μια μπαίνουν, απ’ την άλλη βγαίνουν».

2.4. Δομικά υλικά – Πετρώματα – Φυτά


• Σημαντική κατηγορία είναι η μεταφορική χρήση λέξεων που προέρχονται από τον χώρο:

• Α) των κατασκευών: ντουβάρι (δηλ. τοίχος), τούβλο, στόκος.

Β) των πετρωμάτων: στουρνάρι και στούρνος. Αξίζει να σημειωθεί ότι το στουρνάρι ήταν γνωστό παλαιότερα για τη χαρακτηριστική σκληρότητά του, μάλιστα χρησιμοποιούνταν για το παραδοσιακό άναμμα της φωτιάς χωρίς σπίρτα, δηλ. με χτύπημα στουρναριού πάνω σε ένα ατσαλένιο αντικείμενο, τον πρυόβολο, έτσι ώστε να παραχθεί η πολυπόθητη σπίθα.

Αλλά και ο χώρος των φυτών είχε εκπροσώπηση στο αποτρόπαιο οπλοστάσιο των παλαιών δασκάλων, οι οποίοι για να υποτιμήσουν τους μαθητές/τριές τους χρησιμοποιούσαν τις λέξεις βούρλο και βλίτο, όπως και την έκφραση Άχυρα έχεις στο κεφάλι σου;

2.5. Τα «προβληματικά παιδιά»


Η συμπεριφορά των παιδιών συχνά επηρεαζόταν από αταύτιστα/αδιάγνωστα προβλήματα, καθώς ήταν παντελώς άγνωστες έννοιες όπως δυσλεξία, υπερκινητικότητα, διάσπαση προσοχής, αυτισμός κ.λπ. Τα πάντα συμπεριλαμβάνονταν σε μια υπεργενίκευση, η οποία αποκρυσταλλωνόταν στο υπερώνυμο «προβληματικό παιδί», που περιείχε κάθε απόκλιση από την «κανονική» συμπεριφορά.

Μια αδρομερής παρατήρηση σχετίζεται με το ότι κάποιες λέξεις είναι σύνθετες με πρώτο συνθετικό το στερητικό α (ανάγωγος, ανεγκέφαλος), ενώ άλλες εμπεριέχουν έναν αξιολογικό χαρακτηρισμό (αργόστροφος, κακομαθημένος, παλιόπαιδο/βρομόπαιδο).

Στην ομάδα λέξεων που είχαν ως άξονα την αποκλίνουσα συμπεριφορά των μαθητών/τριών μπορούμε να εντάξουμε και τις εξής:

ανάγωγος (α στερ. + αγωγή): τη λέξη αυτή λόγω του επιτονισμού την αντιλαμβάνονταν μεν ως βρισιά τα παιδιά, αλλά δεν καταλάβαιναν επακριβώς τη σημασία της, η οποία μάλιστα διαπερνούσε την κακή συμπεριφορά των μαθητών/τριών και άγγιζε τον σκληρό πυρήνα της οικογένειας, δηλ. τους γονείς που δεν φρόντιζαν να δώσουν καλή ανατροφή στα τέκνα τους.

ανεγκέφαλος: από τους πιο ταπεινωτικούς χαρακτηρισμούς, κλασικό παράδειγμα λεκτικής βίας, καθώς δηλώνει την έλλειψη φαιάς ουσίας του μαθητή, ο οποίος, αφού δεν έχει μυαλό, δεν μπορεί να μάθει τίποτα. Η λέξη σχετιζόταν τόσο με χαμηλές επιδόσεις, όσο και με προβλήματα συμπεριφοράς.

αντάρτης: η λέξη αυτή, ειδικά μετά τη λήξη του Εμφυλίου (1949), είχε και μια έντονη πολιτικοκοινωνική χροιά, αφού αντανακλούσε στον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν όσους έλαβαν μέρος στις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ ομοεθνών (Αντάρτικο στην Ήπειρο ονομάζουν οι ηλικιωμένοι την περίοδο του Εμφυλίου).

αργόστροφος: αυτός που δεν μπορεί να μάθει, να αφομοιώσει μια νέα γνώση, λόγω δομικών προβλημάτων αντίληψης.

άχρηστος: από τους πιο ακραίους μειωτικούς χαρακτηρισμούς, μαζί με τις λ. ανεγκέφαλος, ζώον, χαζός, πανύβλακας. Συχνές ήταν οι περιφράσεις «Τζάμπα έρχεσαι στο σχολείο / Τζάμπα σε στέλνουν οι γονείς σου στο σχολείο».

κακομαθημένος: αρνητικός χαρακτηρισμός με ευθεία προσβολή προς την οικογένεια, η οποία δεν φρόντισε να μεταδώσει καλές αρχές ανατροφής στα παιδιά της.

καπετάν-φασαρίας: το αγόρι που όχι απλώς δεν είναι πειθαρχημένο και υπάκουο, αλλά πρωτοστατεί σε κινήσεις απειθαρχίας εντός της σχολικής αίθουσας. Το «καπετάν» σχηματίστηκε αναλογικά προς το αντίστοιχο ψευδώνυμο αρχηγών ένοπλων ανταρτών (επέλεγαν αυτή τη λύση ως μέσο προστασίας της ταυτότητάς τους, αλλά και για την αντίστοιχη των μελών της οικογένειάς τους), π.χ. καπετάν-Κόζιακας (Θωμάς Πάλλας).

παλιόπαιδο / βρομόπαιδο: ευρύτατης και καθημερινής χρήσης, με αποτέλεσμα πολύ συχνά, μέσω της αυθυποβολής/αυτοεκπληρούμενης προφητείας, να επιβεβαιώνεται από την πλευρά των αρρένων μαθητών, που εκδήλωναν παραβατική συμπεριφορά και εκτός σχολικού περιβάλλοντος.

σβούρας: πλαστή λέξη, η οποία σχηματίστηκε για να δηλώσει μεταφορικά την κίνηση του ομώνυμου παιγνιδιού που περιστρέφεται γρήγορα. Δηλώνει την υπερκινητικότητα, αδυναμία συγκέντρωσης – αυτό που σήμερα ονομάζεται επιστημονικά ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα).

Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να προστεθούν και οι φράσεις «Δεν τα παίρνει τα γράμματα», «Δεν του κόβει» κ.λπ.



Ειρωνικές Φράσεις – Παραγλωσσικό πλαίσιο


Όπως είναι ευνόητο, εκτός από τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς, οι παλαιοί δάσκαλοι πολύ συχνά χρησιμοποιούσαν φράσεις με διάθεση υποτίμησης των μαθητών/τριών. Χαρακτηριστικότερες ήταν οι εξής:

• Κοιμάσαι όρθιος

• Τον κακό σου τον καιρό

• Δεν σου κόβει το ξερό/το μυαλό/το ρημάδι

• Δεν το βάζεις να δουλέψει

• Είσαι εντελώς άσχετος, πανάσχετος

• Είπες κοτσάνα/χαζομάρα

• Το μυαλό σου και μια λίρα

• Τον κακό σου τον καιρό

Συχνά βέβαια υπήρχε συνδυασμός μειωτικού χαρακτηρισμού και απαξιωτικής φράσης: Τον κακό σου τον καιρό! Βλάκα!

Όπως συμβαίνει γενικότερα στην επικοινωνία, ένα σημαντικό στοιχείο είναι το λεγόμενο παραγλωσσικό πλαίσιο, που χρησιμοποιείται ως μηχανισμός επίτασης του νοήματος, εν προκειμένω αρνητικού. Έτσι, ο παλιός δάσκαλος χρησιμοποιούσε συχνά τις χειρονομίες (Κουνούσε κυκλικά το δεξί χέρι, έκανε την κίνηση ότι ο μαθητής «δεν στροφάρει», δεν είναι εύστροφος). Επίσης κουνούσε το κεφάλι κι έκανε τη χαρακτηριστική γκριμάτσα που έδειχνε ότι η απάντηση του μαθητή ήταν εντελώς λανθασμένη.

Άλλος ένας μηχανισμός που επέτεινε την υποτίμηση των παιδιών ήταν οι ρητορικές ερωτήσεις από την πλευρά του δασκάλου:

• Καλά, είσαι τόσο χαζός/τόσο ηλίθιος;

• Σκέφτηκες πολύ για να το πεις αυτό;

• Δεν σου κόβει καθόλου το μυαλό;

• Είχε κι άλλον έξυπνο η μάνα σου σαν εσένα;

• Άχυρα έχεις στο κεφάλι σου; (ή και ως πλάγια ερώτηση: Ήθελα να ’ξερα τι έχεις στο κεφάλι σου…).

Επίσης πολύ συχνά γινόταν σύγκριση μαθητών που «δεν τα έπαιρναν τα γράμματα» με τους αντικειμενικά καλούς μαθητές, π.χ. «Νίκο, πες την απάντηση εσύ, γιατί αν περιμένουμε απ’ τον Σπύρο θα βραδιάσουμε εδώ…».

Τέλος, δεν έλειπε από την πλευρά του δασκάλου και η μίμηση φωνής μαθητή (με αλλοιωμένο ηχόχρωμα/ειρωνική χροιά)-επανάληψη λανθασμένης απάντησης.

Επίλογος: Το σχολείο ως τόπος φαντασίας, ελευθερίας και χαράς


Οι σχολικές τιμωρίες απολύτως δικαιολογημένα ανήκουν πλέον στο παρελθόν, καθότι τα παιδιά ως υπάρξεις που χρήζουν φροντίδας και προστασίας είναι ιερά πρόσωπα. Ιερή φυσικά είναι και η σχέση εκπαιδευτικού και εκπαιδευομένου. Εκείνες οι εποχές όμως μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη των παιδιών που τις έζησαν και που τώρα είναι, συνήθως, ηλικιωμένοι.

Σε αυτούς τους ανθρώπους αφιερώνουμε το παρακάτω ποίημα του Ζαν Πρεβέρ[1], ο οποίος με χαρακτηριστική ευαισθησία (που θυμίζει τα φυσιολατρικά παιδαγωγικά διδάγματα του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ) στη σκληρότητα του παλιού σχολείου αντιπαραθέτει το όνειρο, την ελευθερία, τη φαντασία, την ευαισθησία των παιδιών.



«Σελίδα γραπτού»


Δύο και δύο τέσσερα

τέσσερα και τέσσερα οχτώ

οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.

Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.

Δύο και δύο τέσσερα

τέσσερα και τέσσερα οχτώ

οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.

Μα να το πουλί-λύρα

που περνά στον ουρανό.

Το παιδί το βλέπει,

το παιδί το ακούει,

το παιδί το φωνάζει:

Σώσε με, παίξε μαζί μου,

πουλί!

[…]

Και το παιδί έκρυψε το πουλί

μες στο θρανίο του

κι όλα τα παιδιά

ακούν το τραγούδι του

κι όλα τα παιδιά ακούν τη μουσική

κι οχτώ κι οχτώ στη βόλτα τους φεύγουν

και τέσσερα και τέσσερα και δυο και δυο

στη βόλτα τους το σκάνε

κι ένα κι ένα δεν κάνουν ούτε ένα ούτε δύο

ένα ένα το ίδιο φεύγουν.

Και το πουλί-λύρα παίζει

και το παιδί τραγουδάει

κι ο καθηγητής φωνάζει:

Πότε θα πάψετε να κάνετε τον καραγκιόζη!

Μα όλα τ’ άλλα παιδιά

ακούν τη μουσική

και οι τοίχοι της τάξης

σωριάζονται ήσυχα.

Και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος

το μελάνι ξαναγίνεται νερό

τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα

η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιαλιά

το φτερό ξαναγίνεται πουλί.


*Ο φιλόλογος Βασίλης Μαλισιόβας είναι ο συγγραφέας των βιβλίων «Τα γέλια και τα δάκρυα της πέτρας» και «Κάτσε να σου μολογήσω» (εκδ. Αλεξάνδρεια).


Email: vasilis.malisiovas@gmail.com


LinkedΙn: Vasilis Malisiovas



[1] Ζακ Πρεβέρ, Κουβέντες, μτφρ. Μιχάλης Μεϊμάρης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1994, σ. 124-125.



img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ