Σε άλλο σημείο της έκθεσής του, ο κ. Στουρνάρας τονίζει ότι οι αποφάσεις για μισθολογικές αυξήσεις πρέπει να σταθμίζουν τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα μεσοπρόθεσμα, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας.
Εξηγώντας τι εννοεί, σημειώνει ότι η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας αναμένεται να παραμείνει περιορισμένη το 2024 σε 1,0% (όσο και το 2023).
Από την άλλη πλευρά, οι μέσες αποδοχές και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται με ρυθμούς παρόμοιους με εκείνους του 2023.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2024 προβλέπεται αύξηση των αμοιβών ανά μισθωτό κατά 5,4% (2023: 5,5%) και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 4,4% (2023: 4,5%).
Η έκθεση καταλήγει σημειώνοντας ότι τα εισοδήματα θα αυξηθούν φέτος λόγω της αύξησης στο δημόσιο, του "ξεπαγώματος" των τριετιών και της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 6,4%, που αποφασίστηκε από την 1η του μήνα.
Σε ό,τι αφορά τα έκτακτα μέτρα για τους οικονομικά ευάλωτους που έχουν καθιερωθεί από το 2020 λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος του 2023, η έκθεση θυμίζει ότι το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που αποφασίστηκε τον Δεκέμβριο δεν επιτρέπει έκτακτες παροχές.
Τονίζει παρ' όλα αυτά ότι τα όποια έκτακτα μέτρα για τους οικονομικά ευάλωτους θα πρέπει να είναι καλύτερα στοχευμένα. Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι κριτήριο για την επιλογή των δικαιούχων δεν θα πρέπει να αποτελεί μόνο η φορολογική δήλωση, καθώς στην Ελλάδα υπάρχει σε μεγάλο βαθμό απόκρυψη εισοδημάτων.
Παράλληλα η έκθεση προσυπογράφει την προσπάθεια για τη μείωση της φοροδιαφυγής που έχει ξεκινήσει η κυβέρνηση. Τονίζει επίσης ότι θα πρέπει να επανεξεταστούν οι φοροαπαλλαγές οι οποίες αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων κρίσεων που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού και στη συνέχεια οι υψηλές τιμές της ενέργειας.
Η στενότητα της αγοράς εργασίας
Kαμπανάκι χτυπά η ΤτΕ για τη λεγόμενη στενότητα της αγοράς εργασίας η οποία, όπως τονίζει, μπορεί να απειλήσει τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο ενώ υπάρχει ζήτηση εργασίας, δεν υπάρχει εργατικό προσωπικό για να την καλύψει, ειδικά σε κλάδους εντάσεως εργασίας όπως είναι η εστίαση, ο τουρισμός και το εμπόριο.
Η έκθεση σημειώνει ότι η στενότητα στην αγορά εργασίας καταγράφεται την στιγμή που το φυσικό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα εκτιμάται κοντά στο 13%, διπλάσιο από ό,τι σε πολλές χώρες της ΕΕ.
Τούτο, σύμφωνα με την ΤτΕ, αποτελεί ένδειξη ύπαρξης σοβαρών στρεβλώσεων και διαρθρωτικών προβλημάτων που απαιτούν κίνητρα για την αύξηση της απασχόλησης, όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες, η αύξηση συμμετοχής νέων και γυναικών στην αγορά εργασίας και η εκπαίδευση ανέργων σε νέες δεξιότητες.
Προτείνει τέλος κίνητρα για επιστροφή επιστημόνων που μετανάστευσαν την περίοδο της κρίσης (brain regain), αλλά και εισροή και ενσωμάτωση ειδικευμένων οικονομικών μεταναστών.