Δεν θυμάμαι από ποιά στιγμή άρχισα να διαβάζω λογοτεχνία. Μάλλον από το γυμνάσιο, γιατί πρέπει να είχα επηρεασθεί από μέλη της οικογένειάς μου που πίστευαν ότι ‘τα ιδεώδη του ανθρώπου’ εγγράφονται στο λογοτεχνικό/ ποιητικό λόγο. Μάλλον έχουν σήμερα διαψευστεί σε μεγάλο βαθμό.
Ήμουνα καλός μαθητής τόσο στο 57ο δημοτικό σχολείο Κολωνού, όσο και στο γυμνάσιο/λύκειο του Λεοντείου Πατησίων και πολλοί φιλόλογοι καθηγητές μου [ανάμεσα σε άλλους Δ. Σέττας, Μιχ. Κατσάνης] με παρότρυναν να γράφω εκθέσεις με περιγραφές προσώπων και χώρων.
Εγώ βέβαια εκείνα τα χρόνια προτιμούσα να φτιάχνω στιχάκια συναισθηματικού περιεχομένου για τα γνωστά λευκώματα
Σε κάθε περίπτωση στη γ’ λυκείου παρ’ ολίγον ν’ αποβληθώ γιατί διάβαζα ‘νέγρικη ποίηση’.
Το πρώτο μου επίσημο/δημόσιο εγχείρημα συντελείται το 1975 με τη συλλογή ‘Χώρος ευθύνης’, την οποία εξέδωσα ενώ ήμουνα στρατευμένος με την ενθάρρυνση των φίλων Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη και Κώστα Σοφιανού, ’σειρές’ στο Χαϊδάρι αλλά ήδη έγκριτων λογοτεχνών [μάλλον τώρα θα έχουν μετανιώσει για το ‘έγκλημά τους’ να με χρίσουν ποιητή].
Επειδή υπηρετούσα και όφειλα να ζητήσω άδεια κλπ προτίμησα να την εκδώσω με το ψευδώνυμο ‘’Γιάννης Απαρθινός’’, το οποίο εμπνεύστηκα από τον όρο ‘απαρθινά’, που βρήκα μάλλον στον Ερωτόκριτο [και σημαίνει: τα ντόμπρα].
Ακολούθησαν άλλες τρεις συλλογές με το ίδιο ψευδώνυμο[Αγρύπνια 1977,Αμφίκυκλος χρόνος 1979,Τηλεθάνατοι 1985],που εκδόθηκαν όλες από τις εκδόσεις Διογένης, του Κώστα Κουλουφάκου, λογοτέχνη γνωστού κι από την ‘’Επιθεώρηση Τέχνης’’. Μετά το 1985,επειδή ασχολήθηκα με τα ακαδημαϊκά μου καθήκοντα, έγραφα στίχους αλλά δεν δημοσίευα. Από το 2015, οπότε και αφυπηρέτησα από το Πανεπιστήμιο, εξέδωσα δύο ποιητικές συλλογές [Μοιρόγραφτο, Ι.Σιδέρης 2018, Οροθέσιον ή υπερόριον; Ι. Σιδέρης 2020], μία τρίτη ποιητική συλλογή[Το πλοίο δεν έπιασε λιμάνι, Γράφημα 2022] και την τελευταία ‘Αθέατος χρονοποιός’ το 2024 [εκδόσεις Σμίλη].
‘Ο Αθέατος χρονοποιός’ θέλω να πιστεύω ότι σηματοδοτεί το πέρασμα από τη νοσταλγία της αθώας μετεφηβείας και την ανατρεπτικότητα της ενηλικίωσης στην ωριμότητα, ως προς το ρόλο μας στην όποια προσδοκώμενη αλλαγή του κόσμου. Δεν πρόκειται για βίαιη προσγείωση ,ούτε για προσωπική ματαίωση, αλλά για συνειδητοποίηση των ορίων.
Δεν πιστεύω στις ‘ποιητικές εκρήξεις της στιγμής’, κάτι σαν βρασμό ψυχής του ποιητή, αλλά στην αποτύπωση των διαχρονικών υπαρξιακών αγωνιών του Ανθρώπου[κι όχι μόνον του συγκεκριμένου ποιητή]. Νομίζω ότι αυτός είναι ο κύριος λόγος που οι κλασικοί ποιητές διαβάζονται σήμερα 2000 χρόνια μετά τη συγγραφή του έργου. Άλλο η φωτογραφία της στιγμής κι άλλο ο διαχρονικός πίνακας ζωγραφικής.
Μολονότι ορισμένοι ταυτίζουν την ποίηση με την Ελπίδα ή και με την Ελευθερία, θέλω να πιστεύω ότι τα ‘θολά ποιήματα’ των δια-νοητικών αμφισημιών, όσο πολυσήμαντα κι αν προβάλλονται ,μάλλον ασήμαντα μηνύματα εμπεριέχουν. Το ίδιο ισχύει για τον ‘ενσωματωμένο ποιητή’, που χρησιμοποιεί την Τέχνη ‘ως μέσον’ ή τον κριτικό που δεν συνδέει τα σημαίνοντα με τα σημαινόμενα του ποιητή. Αναρωτιέμαι μήπως τελικά η Ποίηση διακρίνεται από αστοχία υλικού, με την έννοια ότι ασχολείται με τετριμμένα [συχνά αυτοβιογραφικά] θέματα που δεν συγκινούν πλέον τη συλλογική συνείδηση. Αντί δηλαδή να επιχειρήσουν οι ποιητές να οριοθετήσουν το Χάος, φαίνεται να ματαιοπονούν θέλοντας να γίνουν βασιλιάδες χωρίς βασίλειο ,αφού συνήθως εκπροσωπούν μία περίοδο κρίσης ή παρακμής του πολιτισμού [ή απλώς να συνιστούν προϊόντα μίας τεχνικής γραφής χωρίς ευρύτερες κοινωνικές ευαισθησίες]. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει σήμερα χώρος για μία αμιγή ‘ιδεολογία της ποίησης’, που να την υπηρετούν [κατά τεκμήριον] ‘αθώοι-ποιητές’, και η οποία να μην εργαλοποιείται πολιτικά. Δεν είμαι υπέρμαχος κάποιας μορφής ποίησης ‘εν κενώ’, αλλά δεν υποστηρίζω στίχους που υποτάσσονται σε κελεύσματα εξωλογοτεχνικά.
Ο λογοτέχνης ‘της δόξας των στίχων του’, ανεξάρτητα από τα ευπώλητα αντίτυπα της αγοράς, της πνευματικότητας ,μακράν από τον αισθητικό λαϊκισμό, της ποιητικής δημιουργίας ,πέραν της ‘στρατευμένης παρέμβασης’, της ηθικής στάσης, ως ‘κάτοπτρου βίου’ και της μη-υποταγής σε σκοπιμότητες, αυτός είναι ο ποιητής που μπορεί να εμπνέει ακόμα και σε δύσκολους καιρούς, να οδηγεί σε μέθεξη ή και σε κάθαρση. Τα ποιήματα του Τίποτα και οι ποιητές της παραφ(θ)οράς της προσωπολαγνείας, με στίχους δίχως υπαρξιακό βάθος, δεν γοητεύουν πλέον κανέναν. Η αισθητική της ποίησης ασκεί επιρροή στην ψυχή του αναγνώστη, χωρίς υποχρεωτικά να παραπέμπει σε φιλοσοφικούς αναστοχασμούς, μόνον αν οι στίχοι διατηρούν την ηθική τους υπόσταση. Ο ποιητής ,ως ‘ικέτης περιπλανώμενος...(όμηρος) των εσωτερικών του μονολόγων’, ακόμα κι αν κρύβει μέσα του ένα στοχαστή [Lautréamont], οφείλει να υπερβαίνει το ονειρικό στοιχείο και να μην χάνεται στη μεταφυσική.
Οι νέοι μπορεί να διαβάζουν ποίηση, όμως πιστεύω ότι στην πλειοψηφία τους δεν εμπνέονται. Δεν ξέρω αν σ’ αυτό ευθύνεται η στεγνή εποχή μας ή οι ποιητές που άλλοι μηρυκάζουν τα ίδια και τα ίδια κι άλλοι υπεραπασχολούνται με τα ‘ευπώλητα’.
Το διαδίκτυο δεν αποτελεί ένα εργαλείο του Διαβόλου. Το θέμα είναι πως το χρησιμοποιεί ένας Πολιτισμός. Ως καταναλωτικό προϊόν fake news και gossip ή ως ένα συνεχές ανοικτό βιβλίο γνώσης [κι όχι μόνο πληροφοριών] και αγάπης στις τέχνες και τα γράμματα; Μην ψάχνουμε όμως συνεχώς για άλλους υπαίτιους όταν οι Έλληνες σπάνια διαβάζουν ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟ.’
Δεν είμαι βέβαιος ότι η ‘φυσική έκδοση’ αρκεί για να διαχυθεί στο ευρύτερο κοινό η ποιητική του δημιουργού. Ίσως χρειάζεται ένας συνδυασμός τυπογραφίας, ηλεκτρονικών μέσων και προσωπικής επαφής[αρκεί η προσωπική επικοινωνία να μην καταλήγει σε ‘απομυθοποίηση’ του ποιητή, ο οποίος δεν ήταν [ηθικά κι αισθητικά] αντάξιος του έργου του].
Από την αρχή, ίσως λόγω και των ιδεολογικοπολιτικών μου απόψεων, διάβαζα τους ποιητές της ήττας[κυρίως Μανόλη Αναγνωστάκη και Τίτο Πατρίκιο],με συνέπαιρνε η εγκεφαλικότητα των στίχων του Κωνσταντίνου Καβάφη, η αυθεντικότητα των ποιημάτων του Νίκου Καββαδία. Δεν με συγκινούσε η στρατευμένη ,η ελεγειακή ή η σπλαχνική ποίηση. Από τη σύγχρονη γενιά πάντοτε μου άρεσαν ο Μιχάλης Γκανάς, ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Σταύρος Σταυρόπουλος, ο Αντώνης Μακρυδημήτρης, η Γιώγια Σιώκου, η Έλσα Κορνέτη, η Μαρία Σκουρολιάκου, ο Δημήτρης Πιστικός, ο Αργύρης Μαρνέρος, ο Σωτήρης Σαράκης, ο Νίκος Παπαδάκης, ο Γιάννης Μεταξάς κι από τους πολύ νεότερους ο Γιώργος Φραγκούλης, ο Κώστας Ταβουλτσίδης και ο Νίκος Ασπιώτης. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν διαβάζω άλλους ποιητές ή ότι τους αξιολογώ λιγότερο έγκριτους. Απλώς ο καθείς με τις προτιμήσεις του. Από τους ξένους, και ως εγκληματολόγος, μου άρεσαν οι καταραμένοι ποιητές [Ρεμπώ, Βερλέν, Μπωντλαίρ κλπ], ο Μαγιακόφσκι και ο Μπολάνο.
Δίπλα στο μαξιλάρι μου δεν έχω -δυστυχώς– ποιήματα. Έχω το ‘έγκλημα και τιμωρία’του Ντοστογιέφσκι, τον ‘Ξένο’ του Καμύ, το ‘μηδέν και το άπειρον’ του Άρθουρ Καίσλερ και τη ‘φάρμα των ζώων’ του Όργουελ.
«δεν θέλω να ζήσω ή να πεθάνω, ως υπηρέτης του εαυτού μου».