Τα παιχνίδια και οι ακροβασίες της γλώσσας είναι ένα θέμα που με απασχολεί από χρόνια, έχω γράψει και έχω ξαναγράψει, έχω κάνει μαθήματα και σεμινάρια γύρω από αυτό. Οριστικότερη μορφή πήρε σε κάποιο σεμινάριο στο μεταφραστικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Λουξεμβούργο, το 2016. Από τότε μπαινόβγαινε για διάφορους λόγους στο συρτάρι, μολονότι ήταν σχεδόν πανέτοιμο. Το έβγαλα οριστικά τον περασμένο Ιούνιο, όταν το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών μου έκανε την ύψιστη τιμή να με αναγορεύσει επίτιμο διδάκτορα. Σε μια τέτοια περίσταση, που σφράγιζε πάνω από μισό αιώνα στον χώρο του βιβλίου και της γλώσσας, το θέμα της αντιφώνησής μου δεν θα μπορούσε να είναι άλλο, προφανώς σε ιδιαίτερα συνεπτυγμένη μορφή. Ε, μετά, δεν χωρούσαν άλλες αναβολές. Προχώρησα στην έκδοση της εκτενούς μορφής του, κι αυτής ξαναδουλεμένης και εμπλουτισμένης.
Ο τίτλος είναι περισσότερο κυριολεκτικός παρά συμβολικός. Σαν παιχνίδια και ακροβασίες μπορεί να οριστεί «Η εξέλιξη της γλώσσας μέσα από τα λάθη», όπως είναι ο ερμηνευτικός υπότιτλος, έτσι όπως μπορεί να την παρατηρήσει ακόμα και ένας μη ειδικός. Όπως βλέπει δηλαδή τις πάσης φύσεως αλλαγές, που κατά κανόνα αποτελούσαν, στην εποχή τους, αποκλίσεις, κοινώς «λάθη», σε σχέση με την εκάστοτε κυρίαρχη γλωσσική μορφή. Όπως βλέπει δηλαδή να γίνεται ο ανήρ άνδρας, η γυνή γυναίκα, ακόμα πιο χαρακτηριστικά: το ύδωρ νερό, ο σκίμπους κράββατος και έπειτα κρεβάτι –για να μην πιάσουμε και το εντυπωσιακό θέμα των λεξιλογικών αλλαγών.
Η πρώτη πρώτη μου δουλειά, το 1971, στα 18 μου χρόνια, ήταν η εγκυκλοπαίδεια Ελλάς-Μπριτάνικα, μέσα για μέσα στο βιβλίο δηλαδή, στη γλώσσα.
Παντού και πάντα, σε όλες τις γλώσσες, όλοι οι χρήστες της γλώσσας κάνουμε λάθη, σε σχέση με τη θεωρούμενη κάθε στιγμή «σωστή» γλώσσα», και όταν μιλούμε και όταν γράφουμε. Όμως όχι τυχαία λάθη, όχι ένα από τα εκατομμύρια δυνητικά λάθη, αλλά λάθη σε σχετικά δύσβατες περιοχές, σε σκοτεινά σημεία του συστήματος: π.χ. στα τριγενή και δικατάληκτα, τα περίφημα ο/η διεθνής, το διεθνές, στα ρήματα σε -άγω, παράγω κτλ., στις αδρανείς μετοχές, ο διευθύνων σύμβουλος κ.ά. Γενικότερα, σε λόγια στοιχεία που επέζησαν στη σημερινή γλώσσα, αποτελούν ωστόσο κάτι σαν «παραφωνία» σε σχέση με την πλειονότητα των άλλων «ομαλών» τύπων, επιθέτων, ρημάτων κτλ.
Πιο πολύ κι απ’ το αυτονόητο, τη συνεχή επαφή με πάσης φύσεως κείμενα, θα έλεγα: με εμπιστοσύνη στο γλωσσικό μας αίσθημα, και με ταπεινοσύνη απέναντι στη γλώσσα. Που σημαίνει σεβασμό στο γλωσσικό μας σύστημα, και όχι «έτσι το λέω ή το γράφω εγώ».
Μα ακριβώς η συνεχής επαφή και μόνο αυτή θα σε πάρει από το χέρι και θα σε μπάσει στα ενδότερα της γλώσσας.
Μάτια να ’χεις να βλέπεις, σημαίνει λίγο μελέτη, λίγο προσοχή, λίγο σκέψη. Να δεις πώς σημειώθηκαν λ.χ. οι αλλαγές στη γλώσσα, από τα αρχαιότερα χρόνια. Να δεις ότι δεν προήλθαν από διατάγματα λογίων και επιστημόνων, αλλά λάθη, λάθη που επικράτησαν κάποια στιγμή και έγιναν τα σωστά της γλώσσας. Να δεις αν τάχα φθάρηκε με όλα αυτά τα «λάθη» επί αιώνες η γλώσσα, ή έτσι εξελίχτηκε και αποτέλεσε πάντα όργανο πλήρες και θαυμαστό, με το οποίο μεγαλούργησε στις μέρες μας ένας Σεφέρης, ένας Ελύτης.
Πάντα η συναναστροφή με σοφούς δασκάλους σού ανοίγει νέους ορίζοντες, δρόμους, ή και λεωφόρους, ιδιαίτερα σε μικρή ηλικία.
Μια χαρά τη γνωρίζει ο ελληνικός λαός, όπως εξάλλου κάθε λαός, τη γλώσσα του. Από τα 4-5 του χρόνια το παιδί είναι πλήρης γνώστης της γλώσσας –ακολουθεί, εννοείται, ο εμπλουτισμός και η καλλιέργεια του γλωσσικού του οργάνου. Ο εχθρός είναι πάντα ένας, η απαξίωση της γλώσσας που σκόπιμα καλλιεργείται από διάφορα κέντρα και ο παρεπόμενος ηθικός πανικός περί «καταστροφής» της –με δυο λόγια, η έλλειψη εμπιστοσύνης στο γλωσσικό μας αίσθημα.