Φοβάμαι ότι θα είναι πάντα λίγοι. Μην κοιτάτε σήμερα που τα ποιήματα του Ελύτη πουλάνε χιλιάδες αντίτυπα. Πριν ο Ελύτης γίνει ΕΛΥΤΗΣ τότε που δημιουργούσε το έργο του, τα βιβλία του αγοράζονταν από ελάχιστους αναγνώστες. Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι η ποιότητα των ποιημάτων, βοηθάει στη δημιουργία νέων αναγνωστών. Η αύξηση του αναγνωστικού (μάλλον αγοραστικού) κοινού της ποίησης έχει να κάνει με εξωγενείς παράγοντες, όπως κάποιο μεγάλο βραβείο (Νόμπελ) ή μια μεγάλη προβολή και δημοσιότητα ενός ποιητή, από δημοσιογράφους περισσότερο και λιγότερο από κριτικούς. Αυτό το κοινό όμως, στο μεγαλύτερο ποσοστό του αποτελείται από αγοραστές παρά από αναγνώστες. Ακόμη κι εγώ που διεκδικώ αμεσότητα και προφορικότητα στα ποιήματά μου, στοιχεία που θα μπορούσαν να προσελκύσουν περισσότερους αναγνώστες διαβάζομαι λίγο – πολύ από τους ίδιους αναγνώστες που διαβάζουν και τη «δύσκολη» ποίηση.Ο μέσος αναγνώστης αλλά και ο επαρκής καμιά φορά, που διαβάζει μανιωδώς πεζογραφία, δύσκολα θα φυλλομετρήσει ένα ποιητικό βιβλίο. Υπάρχει μια προκατάληψη αν θέλετε, ότι η ποίηση είναι δύσκολη τέχνη που απευθύνεται σε ελάχιστους μυημένους. Αυτό ισχύει ως ένα βαθμό, κάθε τέχνη προϋποθέτει μύηση, η καλή ποίηση είναι ικανή να σαρώσει αυτή την προκατάληψη, με την δύναμη, την αμεσότητα και την ομορφιά της.
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης έχει γράψει μια χαρακτηριστική φράση για μένα. «Ο Γκανάς είναι ο πιο επώνυμος δημοτικός ποιητής μας». Έτσι νιώθω σαν να συνεχίζω το δημοτικό τραγούδι στις μέρες μας. Νιώθω δηλαδή τόσο «μέσα» στο δημοτικό τραγούδι που δεν μου πέρασε από το νου ότι μπορεί και να επηρεάστηκα απ’ αυτό. Επηρεάζεσαι συνήθως από κάτι που είναι έξω από σένα. Εγώ απλώς αφέθηκα σ’ αυτό το μεγάλο ποτάμι και κολύμπησα πότε κάθετα πότε οριζόντια στο ρεύμα, άλλοτε προς τη θάλασσα, όπου εκβάλλουν όλα τα ποτάμια και άλλοτε κόντρα στο ρεύμα, προς τα βουνά και της πηγές τους. θα μπορούσα να είχα πνιγεί φυσικά. Σώθηκα χάρη στο ένστικτό μου και γιατί όχι στην εύνοια του ίδιου του ποταμού που με αναγνώρισε ως δικό του παιδί.
Δύο φίλοι που δεν είναι Ηπειρώτες έκαναν το προξενιό. Ο Τάκης Καγιαλής από την Αθήνα και ο Μιχάλης Πιερής από την Κύπρο. Έτσι δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος της ΠΡΟΤΑΣΗΣ το ποίημα «Ο ύπνος του καπνιστή», που αργότερα έδωσε τον τίτλο στο τελευταίο μου βιβλίου και μια εκτενής κριτική του Πιερή για τη Παραλογή.
Νομίζω ότι η κοινωνία μας ήταν πάντα «κουμπωμένη» απέναντι στους ποιητές. Τους τιμούσε συνήθως μετά θάνατον, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Υπάρχει μια θεμελιώδης αντίφαση ξέρετε. Η ποίηση, ενώ θεωρείται σχεδόν από όλους υψηλότερη τέχνη του λόγου, ενδιαφέρει όλο και λιγότερους. Το έχω ξαναπεί, η ποίηση μου θυμίζει το κόκκινο αυτό της Λαμπρής, που οι γιαγιάδες ή οι μανάδες μας το έβαζαν ψηλά στο εικόνισμα του σπιτιού, δίπλα στις εικόνες των Αγίων και το άφηναν εκεί μέχρι το άλλο Πάσχα. Το τιμούσαμε, το ξεχνούσαμε αλλά δεν το τρώγαμε, θέλω να πω.Σήμερα τα πράγματα έχουν γίνει ακόμη πιο δύσκολα. Η παντοδυναμία της εικόνα, η μείωση του ελεύθερου χρόνου, το κυνήγι του χρήματος και η ερμητικότητα της σύγχρονης ποίησης – για να μη βγάζουμε την ουρά μας απ’ έξω και μεις οι Ποιητές – έχουμε αφήσει ελάχιστα περιθώρια επικοινωνίας ανάμεσα στην ποίηση και το αναγνωστικό κοινό.
Καλοί ποιητές υπάρχουν και σήμερα. Η ποίηση στην Ελλάδα – σε αντίθεση με άλλες Τέχνες – έχει μεγάλη παράδοση και σπουδαίες κορυφώσεις. Κάθε γενιά έχει 2-3 σημαντικούς ποιητές. Πρόκειται για μια πνευματική σκυταλοδρομία που συνεχίζεται για πολλά χρόνια. Τους ποιητές όμως του σήμερα, δεν τους ξέρουμε. Εννοώ ότι δεν τους ξέρει ο κόσμος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Υπάρχουν και συνεχίζουν το έργο τους, με απαράμιλλη αφοσίωση, χωρίς να ελπίζουν ούτε σε χρήμα ούτε καν σε δόξα, όπως έχουν τα πράγματα.Αν θέλουν ας κάνουν κι αλλιώς, θα μου πείτε. Πράγματι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς γιατί η ποίηση είναι κάτι σαν μοίρα. Δεν τη διαλέγεις την ποίηση δεν είναι θέμα επαγγελματικού προσανατολισμού δηλαδή. Σε διαλέγει εκείνη. Χωρίς να σου τάξεις τίποτε σου χαρίζει συχνά τον ουρανό και την κόλαση, τη χαρά και τη λύπη, τον θρίαμβο και την αίσθηση της ματαιότητας.
Στο μικρό κοινό των αναγνωστών της ποίησης έχουν το μερίδιό τους και οι νέοι. Δε νομίζω όμως ότι έχουν τη μερίδα του λέοντος. Δεν βλέπω, ας πούμε, πολλούς νέους σε παρουσιάσεις ή αναγνώσεις ποιητικών βιβλίων. Αντίθετα, στην παρουσίαση του βιβλίου με τους στίχους των τραγουδιών μου, είδα πάρα πολλούς. Φαίνεται ότι το τραγούδι που σίγουρα είναι άμεσο και πιο κατανοητό, ενδιαφέρει περισσότερο τους νέους. Ακόμη κι έτσι όμως – έμμεσα – επικοινωνούν με την ποίηση των στίχων που σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν να ζηλέψουν πολλά από την ποίηση. Απλώς, η ποίηση είναι μια μοναχική ιστορία τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη.
Η ξενιτιά μας έχει σημαδέψει, εμάς τους Ηπειρώτες. Ο τόπος μας δεν μπορούσε να μας κρατήσει και παίρναμε τους δρόμους: Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Κωνσταντινούπολη, Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, Βέλγιο και τέλος το κύμα της αστυφιλίας. Ωστόσο ποτέ δεν ξεχνούσαμε την Ήπειρο (και την Ελλάδα). Οι περισσότεροι εθνικοί ευεργέτες είναι Ηπειρώτες. Ακόμη και τώρα, που σκορπίσαμε στους ανέμους είμαστε νοτισμένοι από τη νοσταλγία για τον γενέθλιο τόπο. Βλέπω πολλοί μερεμετίζουν τα παλιά σπίτια τους ή χτίζουν καινούρια, μολονότι α επισκέπτονται λίγες μέρες το χρόνο. Όμως θα έχουμε πρόβλημα σε λίγο, όταν οι παππούδες και οι γονείς μας, που κρατάνε ακόμη τα σπίτια ανοιχτά, θα αποδημήσουν. Τί θα γίνει με τα ορεινά χωριά του νομού Θεσπρωτίας, ας πούμε σε 10-20 χρόνια;
Μπορεί άραγε η Ήπειρος να αλλάξει σελίδα όπως λέτε και να δημιουργήσει τις προσπάθειες που θα κάνουν τους νέους να μείνουν, να ζήσουν και να δημιουργήσουν στον τόπο τους; Μπορεί να αλλάξει, επιτέλους αυτό το γνωστό δρομολόγιο Γιάννενα – Αθήνα (πάντα από τον Βορρά προς το Νότο) και να γίνει Γιάννενα – Θεσσαλονίκη, μια πορεία οριζόντια δηλαδή και όχι κάθετη, που στην διαδρομή της θα συνδέσει άλλες πόλεις και άλλους τόπους δημιουργώντας εκεί στα Βορειοδυτικά μια ευρύχωρη και δημιουργική κοινωνία; Φοβάμαι πως μόνο ευχές μπορούμε να κάνουμε.