«Δεν τα γράφεις αδελφούλα για να τα θυμόμαστε;»: Όλγα Μανούση, Ιδιωτική Έκδοση, Άρτα 2023
είμαστε ο μοναδικός λαός που έχουμε δύο μνήμες: η μία κατοικεί στο πνεύμα μας και η άλλη είναι χαραγμένη στον άργιλο.
-Παππού, μήπως όμως η γραφή καταστρέψει τη μνήμη; Γιατί, αυτό που είναι γραμμένο δεν υπάρχει πλέον λόγος να το θυμόμαστε.
-Πράγματι ελλοχεύει αυτός ο κίνδυνος. Ωστόσο, μήπως το ραβδί που βοηθάει τον περιπατητή τον εμποδίζει να βαδίζει μόνος του; ή μήπως το πλεούμενο με το οποίο μετακινείται ο ταξιδιώτης τον κάνει να ξεχνάει τις κινήσεις της κολύμβησης;» (Από το βιβλίο «Μηδέν» του Ν.Γκετζ)
Μια πόλη έχει τις ομορφιές και τις ασχήμιες της. Έχει τους ήχους και τις μυρωδιές της. Έχει την ιστορία της και το παρελθόν της. Κάθε τόπος έχει το θάμπος του το ιστορικό, λαογραφικό, πολιτιστικό και ανθρωπογνωστικό.
Η πόλη μας η Άρτα μεγάλωσε, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1881, πολλά πράγματα άλλαξαν, όπως αλλάζουν δέρμα τα φίδια, οι κοινωνικοί φραγμοί έπεσαν, οι αποκλειστικές ομάδες απομονώθηκαν, τα ονόματα των παλαιών οικογενειών δεν σημαίνουν πια τίποτα…
Μοσχοβολούσε ο τόπος τότε! Η δροσερή αυλή ήταν κυριολεκτικά η καρδιά του σπιτιού. Πολλά έχουν αλλάξει όχι μόνο στην Άρτα. Χάθηκαν μια για πάντα, όπως χάθηκαν και οι άνθρωποι που ζούσαν τότε. Οι παππούδες, οι γονείς μας, οι φίλοι τους. Τη θέση των μικρών μονώροφων σπιτιών με τις αυλές πήραν ψηλές πολυκατοικίες με pilotis γεμάτα αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι πια δεν ζουν κοντά στο έδαφος, στις αυλές, στους δρόμους, αλλά ψηλά, σε διαμερίσματα, σε μπαλκόνια. Οι ανάγκες άλλαξαν δραματικά! Τους δρόμους κατακυρίευσαν τα αυτοκίνητα. Οι γειτονιές εξαφανίστηκαν μέσα στην απρόσωπη και αποπνικτική αστική μάζα.
Το σπίτι δεν ανοίγει προς την ύπαιθρο, αλλά κλείνεται στον εαυτό του. Ακριβώς όπως οι ιδιοκτήτες του!
«Γλυφό νερό, πικρό ψωμί
ζωή λειψήνα σε χορταίνει….»
Κειά τα χρόνια!!
Χρόνια δίσεκτα, θλίψη και απογοήτευση.
Πίκρα, φαρμάκι και δηλητήριο. Αποκάρδιωση και θάνατος.
Χρόνια δύσκολα.
Κι όμως μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, μες σε εκείνη την απελπισία, φύτρωσε στις ψυχές εκείνων των παιδιών της Άρτας η ηδονιστική προσδοκία κι ο πόθος για μια διαφορετική ζωή, ζωντάνεψε η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Μια γενιά ξυπόλυτη, ρακένδυτη και πεινασμένη, που έμαθε γράμματα.
Μια γενιά που τσακωνόταν με τα γουρούνια, ποιος πρώτος να προλάβει να φάει τα σκάμνα, για να γεμίσει το άδειο το στομάχι.
Μια γενιά που ρωτούσε: «Γιατί να διαβάσω δάσκαλε;» και απαντούσε ο γονιός: «Για να γίνεις άνθρωπος»…
Μια γενιά που η φτώχια, η ανάγκη, οι δυσκολίες και οι αντιξοότητες την πείσμωσαν και την δυνάμωσαν και πέτυχαν να μορφωθούν και να διακριθούν σε όλους τους τομείς της ζωής.
Αξέχαστα χρόνια.
Τότε που οι μέρες και οι ώρες αγρίευαν τον άνθρωπο, τον τόπο και τη ζωή μας…
Τότε που γευόμαστε την χαρά στάλα στάλα και τον πόνο και την πίκρα απλόχερα, τότε που ο Θεός μας γύρισε τα μάτια, τότε που εμείς κάναμαν τ’ν υποχρεωτική εγκύκλια παιδεία…
Τότε που όλα τα’ χαμαν, έτσι τουλάχιστον νομίζαμαν, και τίποτα δεν είχαμαν…
Τότε που ζούσαμε…
Τότε τα σπίτια ήταν όμορφα, μικρά, χαμηλά, που μέσα τους ανάπνεαν άνθρωποι αγνοί, καθημερινοί και ξεχωριστοί χαρακτήρες. Πόσοι άνθρωποι δεν πέρασαν μπροστά από την πόρτα του σπιτιού της οικογένειας Μανούση, στην πλατεία του Παντοκράτορα, στην Άρτα;
Τα παιδιά της συνοικίας του Παντοκράτορα.
Η πλατεία της εκκλησίας του Παντοκράτορα.
Η συνοικία τα Αλμπαναριά…
Δυσκολίες, κοινωνικές καταπιέσεις, κουτσομπολιό, φτώχεια, ενοχές για «ωραίες» αμαρτίες, όλα αυτά τότε, ήταν μια σκλαβιά. Αλλά και ανθρωπιά, συμπόνια, διάθεση γλεντιού, η καθαρότητα στις σχέσεις, οι ανοιχτές πόρτες των σπιτιών χωρίς φόβο, η αλληλεγγύη, η φιλία, οι παρέες, τα παιχνίδια στις γειτονιές και στις ενορίες, οι γνήσιες μυρωδιές, ο ελεύθερος χρόνος, μικρές χαρές με απλά πράγματα.
Η Όλγα Μανούση αγάπησε την Άρτα με τον παθιασμένο τρόπο των ρομαντικών, ανιδιοτελών των παλαιοτέρων εποχών. Η Όλγα Μανούση, γέννημα-θρέμμα της πανέμορφης πόλης μας, γυναίκα με ευρύ πνεύμα και απαλλαγμένη από συμπλέγματα, οξυδερκής παρατηρήτρια, συλλέκτης του λαϊκού βίου, στοχαστική και πολύ καλή αφηγήτρια, διυλίζοντας τη μνήμη, έχει πάντα μια ενδιαφέρουσα ιστορία να αφηγηθεί, από αυτές που βίωσε, από αυτές που κάποτε συνέβησαν ή νομίζουμε ότι συνέβησαν.
Μας γκιζεράει η Όλγα Μανούση σε μια εποχή που δεν θα ζήσουμε πια, ένα κόσμο αυθεντικό, χωρίς φτιασίδια, που μας κοιτάζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Στηριγμένη στις διηγήσεις των παλαιοτέρων, μάζεψε στις χούφτες της τις αναμνήσεις τους, που σιγά-σιγά ξεφτίζουν ή τις παίρνουν μαζί τους φεύγοντας. Μαζεύει όλες τις στιγμές της ζωής της σε ένα μόνο ρεύμα σημερινών αισθήσεων. Επιλέγει τις καλύτερες στιγμές της μνήμης της και τις συγκεντρώνει σε μπουκέτα ευτυχίας. Φτιάχνει γιοφύρια με το χθες: Mοιράζεται τον ψίθυρο και τη μοναξιά του ερειπωμένου πατρογονικού, τις παρέες που μαζεύονταν και έφτιαχναν ομάδες, στις οποίες επενδύονταν ελπίδες και όνειρα, το άρωμα μιας εποχής η οποία, μολονότι χάθηκε για πάντα, σφραγίζει τη συλλογική μας μνήμη και λειτουργεί σαν άγκυρα που μας δένει με τα περασμένα. Διατηρεί ζωντανή την εικόνα της γειτονιάς του Παντοκράτορα και της πόλης μας, της Άρτας μας.
Ένα αφήγημα, ιστορίες, μνήμες και εικόνες, από στιγμές και σκηνές της ζωής περασμένης και ξεχασμένης, ιστορίες που αφήνουν μια γλυκιά γεύση στο στόμα, σαν τις καραμέλες βουτύρου της παιδικής μας ηλικίας. Ιστορίες κεντημένες με τη μαστοριά μιας προικισμένης αφηγήτριας, που σε «ταξιδεύουν».
Ένα παρελθόν που το βλέπουμε με πικρία και νοσταλγία, στο κείμενο της Όλγας Μανούση. Κείμενο τρυφερό, δείγμα υψηλού ήθους. Κείμενο-θύμηση της παλιάς Αρτινιάς, που σε μια προχωρημένη ηλικία, δεν δίστασε να δοκιμάσει να γράψει ένα συγκινητικό και τρυφερό βιβλίο.
Η ακρίβεια της περιγραφής ανθρώπων, τόπων, γεγονότων, συντάσσεται με την αλληλουχία του χρόνου, η μνήμη εναλλάσσεται με τη γνώση, η τρυφερότητα συμπορεύεται με τη νοσταλγία, ο στοχασμός συμπλέει με το όνειρο.
Η Όλγα Μανούση γράφει ένα αφήγημα, μια περιγραφή της ζωής της οικογένειάς της και των γειτόνων της, στον Παντοκράτορα. Ξετυλίγει εικόνες και γεγονότα της παιδικής της ηλικίας που έζησε στη γειτονιά του Παντοκράτορα. Γράφει για τους γονείς της τον Δημητράκη και την Τζόγια-Ζωή Μανούση. Για τον πατέρα της που ήταν αρχοντάνθρωπος, μορφωμένος, που ήταν γαιοκτήμονας και αγγειοπλάστης και πέθανε νέος στα πενήντα -εννιά του χρόνια, αφήνοντας πίσω μια μάνα με εννέα παιδιά. Για τη Μάνα-Ζωή που ήταν έξυπνη, εργατική, με νησιώτικη ευθυμία και έπλενε ξένα ρούχα στη σκάφη και καθάριζε γραφεία, για να μεγαλώσει τα εννιά παιδιά της. Μια Μάνα -κουράγιο, που γαλούχησε τα παιδιά της να προσφέρουν αγάπη, χαρά και να μην λένε ποτέ όχι στους συνανθρώπους όταν τους χρειάζονταν. Γράφει η Όλγα για τα οκτώ αδέλφια της: τον Δαμιανό, τον Παύλο, τον Νίκο, την Βαρβάρα, την Μαίρη, την Ελένη, την Ρίκη-Φρειδερίκη και τον Παναγιώτη. Όλα παιδιά του Παντοκράτορα γελαστά, καλοσυνάτα, δοτικά, ευαίσθητα, κοινωνικά, πρώτα στο τραγούδι και το χορό, τη συντροφιά και τα αστεία.
Και τέλος η γελαστή Όλγα Μανούση, το μπιμπελό της γειτονιάς, το κορίτσι για όλα τα θελήματα, πρώτη στο τραγούδι, με το καθημερινό σεργιάνι σε όλα τα σπίτια και τα μαγαζιά της πλατείας του Παντοκράτορα. Η Όλγα που έτρεχε στα γαλατάδικα του Γκούντα και του Βούλγαρη, στο φούρνο του Τσακούμη, στο ιατρείο του Βασίλη Τσίκου, στη ταβέρνα του Μένιου του Ζαρκαλή, στον παπά-Κώστα στην εκκλησία του Παντοκράτορα, στο υπόγειο του μπάρμπα Θόδωρου που έφτιαχνε κοφίνια, στο μαγαζί του πατέρα της με τα λαΐνια.
Όλα τα σπίτια του Παντοκράτορα και όλες οι πόρτες γίνανε δικό της σπίτι. Όλες οι πόρτες ανοιχτές, ελεύθερες, χωρίς φόβο. Παντού όπου πήγαινε η Όλγα την τάιζαν, την έπαιζαν, την κουβέντιαζαν, την πήγαιναν βόλτα, γελάγανε, διασκεδάζανε. Πήγαινε στο σπίτι της Όλγας της Καρυδού, στο δίπατο σπίτι της θείας Αγγέλικω, στην οικογένεια Σακκά, στην θείτσα Ντίνα Καλδάνη, στην κυρία Κουκούλα, στην οικογένεια Κατσαρού, στο σπίτι, που στόλιζε την πλατεία του Παντοκράτορα, της κυρίας Καικιλίας, στην κυρία Κατίνα από την Αλεξάνδρεια, στο λιτό-μικρό αρχοντικό της κυρίας Θεοδωρούλας, στην οικογένεια Καλαμάκη, στο φιλόξενο σπίτι του Μπάμπη και Δήμητρας Χαρακλιά, στην κυρία Κοτσαρίδα, στην Δημητρούλα Σταμούλη κ.α.
Σε αυτά τα φτωχά, εργατικά σπίτια η Όλγα αλώνισε και μέστωσε από αγάπη, σμιλεύτηκε με χαρά, γέλιο, νοιάξιμο, φροντίδα και παρέμεινε ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
«Αυτήν την πόλη,
των εκκλησιών και των πηγαδιών,
τόσοι γδούποι
δεν κατάφεραν να την ξυπνήσουν….»
Άνθρωποι φτωχοί, αλλά απλοί, συνετοί, άκακοι, εργατικοί, χωρίς εγωισμό. Οι πόρτες των νοικοκυρών πάντα ορθάνοιχτες. Γυναίκες απλές, εργατικές, αμόρφωτες, αξιοθαύμαστες, με σπίτια πεντακάθαρα και δεν τους έλειπε τίποτα…
Σπίτια χαμηλά, απλά, λιτά, όμορφα που τα χρωμάτιζαν οι κουρελούδες τ΄ αργαλειού, πέτρινα, με ασβεστωμένα σκαλοπάτια, που κατέγραφαν την ζωή των παιδιών του Παντοκράτορα, αγκάλιαζαν το γέλιο τους, το δάκρυ τους, τους ψίθυρους και τις ατέλειωτες ιστορίες τους. Ξεπλένονταν η στενοχώρια με κουβάδες νερού από το πηγάδι και ο παχύς λευκός ασβέστης καυτηρίαζε την απογοήτευση και την αγωνία…
Σπίτια που μπορεί κανείς να φλυαρεί, να αφηγείται, να μαθαίνει τα νέα, να κουτσομπολεύει, να σχολιάζεται η επικαιρότητα, αλλά δεν είναι δυνατόν να κηρύττει, να κάνει μαθήματα. Πίνουν, μιλούν, γλεντούν, τραγουδούν, χορεύουν, αδελφώνονται, θυμούνται, αγαπούν, πονούν, υποφέρουν, λυτρώνονται. Εδώ σε αυτές τις παλιές γειτονιές και ενορίες, άνθησε η καντάδα, ανδρώθηκε το ρεμπέτικό, γράφτηκαν τα αποκριάτικα τραγούδια και ο πανάρατος.
Φτιάχνει η Όλγα Μανούση γιοφύρια με το χθες:Mοιράζεται τον ψίθυρο, τον καημό της…, τη μοναξιά του ερειπωμένου πατρογονικού, ένας κόσμος αυθεντικός, χωρίς φτιασίδια, που μας κοιτάζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, τη βαριά πίκρα, το άρωμα μιας εποχής η οποία, μολονότι χάθηκε για πάντα, σφραγίζει τη συλλογική μας μνήμη και λειτουργεί σαν άγκυρα που μας δένει με τα περασμένα.….Μια συλλογή από ιστορίες, μνήμες και εικόνες, από στιγμές και σκηνές της ζωής περασμένης και ξεχασμένης, ιστορίες που αφήσαν τα σημάδια τους.
Σε αυτό το βιβλίο-μπονσάι η Όλγα Μανούση, μπόρεσε να γεμίσει στα μάτια μας, την καθημερινότητά μας με ήλιο και φως, τα αρώματα και τις εικόνες δέντρων και λουλουδιών, σπιτιών και δρόμων του Παντοκράτορα, τριανταφυλλιές, γιασεμιά, αγιόκλημα, ανθισμένες λεμονιές και πορτοκαλιές, ελιές και πεύκα να μιλάνε με τον… αέρα, τα παραμελημένα πουλιά, τα γαβγίσματα των σκύλων, τη σιωπή των πεταλούδων, τη μυρωδιά των πορτοκαλανθών, τα εξαίσια αρώματα της Άνοιξης, τους εξαίσιους κήπους, το αυγουστιάτικο φεγγάρι, τα απομεσήμερα της μελαγχολίας, τα μελαγχολικά πρωτοβρόχια, τους θαμπούς χειμώνες, τους χαμένους ήλιους, τη μυρωδιά της ασβέστης, τα γλυκά του κουταλιού, τα όνειρα της νιότης, του βήματος που καλύφθηκε από την σκόνη των ετών, των πηγαδιών, των κήπων και τον κάμπο που αχνίζει από την αψάδα των καπνών και τον βαρύ αέρα με τη μυρωδιά των γινωμένων πορτοκαλιών, που σαπίζουν στα περιβόλια, τα σκοτεινά νερά του Αράχθου, τη γυναίκα του Πρωτομάστορα, το κάψιμο του Ιούδα, την Αγία Θεοδώρα και την Παρηγορήτρια, τις τελευταίες θύμησες της πορτοκαλάδας και της βανίλια... φανερώνει μπροστά μας έναν κόσμο γεμάτο μάγια, μυστικά μηνύματα και χειρονομίες, έναν κόσμο που δεν χρειάζεται το γκρίζο βορινό φως για να μας υποβάλει την παραμυθένια του διάσταση…
Το βιβλίο αυτό μας γνώρισε πολλά, μας θύμισε αρκετά, το φωτογραφικό του υλικό μας ξύπνησε τρυφερά αισθήματα, αλλά μας ευχαρίστησε διπλά. Δεν πρόκειται μόνο για ένα κείμενο με παλιές φωτογραφίες, αλλά για μια παρακαταθήκη μνήμης, μια μελέτη άρτια καλλιτεχνική, μια περιπλάνηση σε τόπους οικείους, ανθρώπινους, λυτρωτικούς.
Μια αναγνωστική απόλαυση. Ένα έργο καθαρής δημιουργικής πνοής. Μια λογοτεχνική κατάθεση που θα αποζημιώσει τον αφυπνισμένο αναγνώστη. Ένα μικρό πόνημα-κόσμημα, που δεν πρέπει να λείψει από κανένα σπίτι της Άρτας.
«Μεγάλωσα με τις καντάδες δίπλα στα πηγάδια
και το χαμένο χρώμα των βυζαντινών εκκλησιών
τη γύρη της μελωδίας και το μελίσσι της δροσιάς
κι έμαθα πως η καλύτερη ζυγαριά
είναι τα παιδικά μας χρόνια…..»
Ο Αστερισμός των Μανουσαίων αγαπήθηκε κι εκτιμήθηκε για αυτό που ήτανε και γι΄ αυτό που γίνανε.
Οι Μανουσαίοι τιμήσανε και τιμάνε με αξιοπρέπεια το όνομά τους στην παλιά γειτονιά τους στον Παντοκράτορα και στην πόλη της Άρτας.
Είναι όλα τους περήφανα για την πόλη τους.
Είναι ευτυχισμένα που ήτανε παιδιά του Παντοκράτορα!!!
Όλγα σε ευχαριστούμε!!!
Τώρα, λένε, ο κόσμος ζει καλύτερα. Ζούμε άραγε;
Θεέ μου, είναι αλήθεια πως οι ποταμοί και οι θάλασσες έγιναν από τα δάκρυα των ανθρώπων;
Θεέ μου, σοφότερα τα παιδιά σήμερα. Καλύτερα όμως;
Θεέ μου, πόσο μπορούν να χαθούν οι άνθρωποι στις μνήμες τους!
Κώστας Α. Τραχανάς (ένα από τα παιδιά του Παντοκράτορα)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ