Ο Τζορτζ Μπεστ υπήρξε για το ποδόσφαιρο ό,τι ήταν οι Beatles για την ποπ μουσική: η ενσάρκωση μέσα στην καρδιά των Swinging Sixties μιας νέας κοινωνικής κατηγορίας. Στην έκδοση George Best: O πέμπτος Μπητλ (μτφρ. Γιάννης Ανδρέου, Εκδόσεις Δίαυλος, 2023), ο Kris προσάρμοσε σε κόμικ το μυθιστόρημα Le cinquième Beatles (O πέμπτος Μπητλ) του Vincent Duluc, μιας από τις κορυφαίες πένες της γαλλικής αθλητικογραφίας, και ο σκιτσογράφος Florent Calvez έδωσε «ζωή» στο είδωλο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και σε ό,τι υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή. Η ελληνική έκδοση του βιβλίου μάς έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη με τον Kris, ο οποίος απαντά στις ερωτήσεις μας και εκ μέρους του σκιτσογράφου, Florent Calvez.
Ως σεναριογράφος έχω ήδη εκδώσει διάφορα βιβλία κόμικ που σχετίζονται με τον αθλητισμό, ένα εκ των οποίων είναι το Un maillot pour l'Algérie (Dupuis/Aire Libre, 2016, με τον Javi Rey στο σχέδιο και τον Bertrand Galic στο συν-σενάριο), το οποίο πραγματεύεται την αληθινή ιστορία της σύστασης της πρώτης εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Αλγερίας στη δίνη του Πολέμου της Αλγερίας το 1958. Έπειτα από την επιτυχία αυτού του βιβλίου, μου ζητήθηκε από τον εκδοτικό οίκο Delcourt να αναλάβω την έκδοση μιας συλλογής αφιερωμένης στον αθλητισμό και την ιστορία του, η οποία και κυκλοφόρησε το 2020 με τον τίτλο «Coup de tête». Στη Γαλλία, το βιβλίο George Best κυκλοφόρησε ως μέρος αυτής της συλλογής. Αρχικά όμως δεν σκόπευα να το γράψω εγώ, αφού η βιογραφία του ήταν βασισμένη στο μυθιστόρημα του Vincent Duluc Le cinquième Beatles – σκεφτόμουν να ζητήσω από τον αρχικό συγγραφέα να τη διασκευάσει ο ίδιος σε κόμικ. Άλλωστε, ο Duluc είναι διάσημος αθλητικογράφος στη Γαλλία, κυρίως στον χώρο του ποδοσφαίρου, και μέχρι τότε είχαμε συναντηθεί πολλές φορές σε λογοτεχνικά φεστιβάλ. Επειδή όμως δεν γνώριζε καλά τον κόσμο των κόμικ, δεν αισθανόταν σιγουριά για να αναλάβει τη διασκευή. Γι’ αυτό, μου έδωσε το πράσινο φως υπό έναν όρο… να το διασκευάσω ο ίδιος! Ήταν σαν να το ήξερε ότι βαθιά μέσα μου το ονειρευόμουν. Εξάλλου, η ζωή του Μπεστ συγκεντρώνει όλα όσα αγαπώ: αδιαμφισβήτητα το ποδόσφαιρο, τη Βόρεια Ιρλανδία και το Μπέλφαστ, όπου έζησα ως έφηβος, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, της οποίας είμαι οπαδός, και τη ροκ εν ρολ αίσθηση της δεκαετίας του ’60, που συμβολίζει τη γένεση ενός πραγματικού δημογραφικού φαινομένου: την ανάδειξη των νέων ως αυτοτελούς κοινωνικής κατηγορίας, που αναδύθηκε από το baby boom του 1945-75. Εν ολίγοις, έπαψα να χρονοτριβώ και είπα το «ναι». Τότε ο Florent Calvez, επί χρόνια φίλος μου και δημιουργός κόμικ, με τον οποίο ζούμε στην ίδια πόλη, με ρώτησε μήπως υπήρχε κάποιο έργο στη συλλογή που δεν είχε βρει ακόμη τον σκιτσογράφο του. Και τότε μου ανέφερε τον χαρακτήρα του… Τζορτζ Μπεστ! Ήταν σαν να ευθυγραμμίστηκαν οι πλανήτες και στη συνέχεια όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ευτυχώς! Γιατί τρεις ημέρες αφότου συμφωνήσαμε τα πάντα, τόσο η Γαλλία όσο και ο υπόλοιπος πλανήτης βυθίστηκαν στην πανδημία του Covid-19.
Όσον αφορά τη συγγραφή, ειλικρινά, καμία απολύτως! Προφανώς δεν μπορούσαμε να αναδιασκευάσουμε ολόκληρη τη ζωή του «Τζόρτζι», ούτε καν ολόκληρο το μυθιστόρημα του Duluc, γιατί σε αυτή την περίπτωση θα φτιάχναμε ένα κόμικ πολλών εκατοντάδων σελίδων. Όμως ο «Flo» (σ.σ. εννοεί τον Calvez) κι εγώ αμέσως αποφασίσαμε ότι έπρεπε να εστιάσουμε στις θετικές πτυχές του Μπεστ. Στη χαρά του παιχνιδιού του, στην ευτυχία που χάριζε στους θεατές, στην αστείρευτη διάθεσή του για πάρτι… Από την άλλη πλευρά, όλοι γνωρίζουν το τέλος του και τη σταδιακή αλλά αδυσώπητη πτώση, πρώτα του αθλητή και έπειτα του ανθρώπου. Βέβαια, δεν θέλαμε ούτε να παραλείψουμε αυτό το κομμάτι του, ούτε και να υπερτονίσουμε αυτή την πτυχή της προσωπικότητάς του. Γιατί, παρ’ όλα αυτά, εκείνο που μένει από αυτόν είναι πρωτίστως η ανάμνηση ενός εξωπραγματικά ταλαντούχου ποδοσφαιριστή, που έπαιζε σαν από άλλο πλανήτη σε σύγκριση με τους συμπαίκτες του. Είναι το χιούμορ και οι ατάκες του, όσο κι αν κάποιες από αυτές θεωρούνται πια ξεπερασμένες, κυρίως οι σεξιστικές. Αλλά δεν θέλαμε ούτε κι αυτό να παραλειφθεί. Δεν τέθηκε ζήτημα προσαρμογής του Τζορτζ στη δεκαετία του 2020. Ακόμα κι αν το ταλέντο του ήταν αθάνατο, η ύπαρξη του ίδιου ανήκε σε μεγάλο βαθμό στην εποχή του. Υπήρχε ακόμα το ζήτημα της φυσιογνωμίας του και της κίνησής του. Είναι πιο εύκολο να ζωγραφίσεις ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο με σαφώς αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά. Ένας όμορφος, νέος, γοητευτικός παίκτης απέχει πολύ από κάτι τέτοιο. Έπρεπε, λοιπόν, να βασιστούμε στο άφθονο διαθέσιμο υλικό της εποχής του. Τότε συνειδητοποιήσαμε πόσο ποπ σταρ υπήρξε… Κι έπειτα ήταν η κινησιολογία, δηλαδή η αναπαράσταση των κινήσεών του στο παιχνίδι, η ταχύτητα, η ισορροπία του, και πάνω απ’ όλα η προσπάθεια να αναδείξουμε τη δική του χάρη ανάμεσα στους άλλους παίκτες.
Η φιλία μας μετρά πάνω από είκοσι χρόνια. Έχουμε την ίδια ηλικία, ζούμε στην ίδια πόλη, είμαστε εθελοντές στον ίδιο σύλλογο. Εάν δεν αγαπιόμασταν, θα το γνωρίζαμε από την αρχή. Απολαμβάναμε πολύ τις μεταξύ μας συζητήσεις και τις δημιουργίες μας και το να φτιάξουμε αυτό το βιβλίο υπήρξε για εμάς η απόλυτη ευτυχία, σε μια περίοδο που η ευτυχία δεν υπήρχε πουθενά. Δεν ντρεπόμαστε να το πούμε. Ως έναν βαθμό ξεπεράσαμε την πανδημία χάρη στην καθημερινή μας ενασχόληση με τον Μπεστ. Κι αυτό δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο κατόρθωμα!
Αδιαμφισβήτητα για τον ρομαντισμό του. Επειδή αποτελεί την απόλυτη ενσάρκωση α) ενός συγκεκριμένου τύπου ποδοσφαίρου, με τα πανέμορφα αν και παλιά λασπωμένα γήπεδα, που δεν υπάρχει πια, β) μιας συγκεκριμένης εκδοχής της Αγγλίας της δεκαετίας του ’60-’70, καθώς και γ) της στροφής προς τον νέο κόσμο του επιχειρηματικού ποδοσφαίρου και του star system. Ο Μπεστ είναι από μόνος του μια κομβική φυσιογνωμία, που εκφράζει τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον. Μπορεί να θεωρηθεί τόσο ως ο προάγγελος όσο και ως ο τελευταίος των Μοϊκανών! Υπό αυτή την έννοια, θα παραμένει πάντοτε σύγχρονος και κάθε εποχή θα μπορεί να τον διεκδικήσει. Και κάτι τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, επειδή μιλάμε και για εικόνες: Μα τι πρόσωπο και τι βλέμμα!
Η ταχύτητά του, που ήταν καθαρή, όσο και η εκτέλεση της ντρίπλας του. Τα λακτίσματά του, που υπήρξαν θρυλικά. Κι έπειτα, πολύ απλά η κλάση του. Ίσως επίσης και η περίεργη ανάμειξη της ντροπαλότητας και της ταπεινότητάς του με ένα πολύ συγκεκριμένο είδος εγωισμού. Όπως ο Καντονά ή ο Ιμπραΐμοβιτς, έτσι και ο Τζορτζ Μπεστ είχε απόλυτη επίγνωση της αξίας του και δεν ήταν ο μόνος που την υπενθύμιζε ή τη χρησιμοποιούσε για να πειράξει εκείνους τους αντιπάλους του που ήταν πιο αδέξιοι ή άσημοι σε σύγκριση με τον ίδιο. Παρ’ όλα αυτά, όταν σκόραρε ένα γκολ έμοιαζε με παιδί που ζητούσε συγχώρεση για το γεγονός ότι βρέθηκε εκεί «που δεν έπρεπε».
Το ότι δεν ήξερε να λέει όχι. Δεν έλεγε ποτέ όχι. Σε κανένα αίτημα, σε καμία περιπέτεια και καμία ιδέα, καλή ή κακή. Αυτή ήταν, είναι και θα είναι η τραγωδία του! Όπως επίσης και η παιδαριώδης ανευθυνότητά του. Ήταν ένας μανιώδης τζογαδόρος, στον οποίο το σύμπαν προσέφερε όλα τα παιχνίδια που αποζητούσε. Και εκείνος τα κέρδιζε όλα.
Χωρίς καμία αμφιβολία, επειδή αντιπροσωπεύει εκείνο το κομμάτι της παιδικής ηλικίας που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση σε όλους μας και το οποίο εκείνος δεν εγκατέλειψε ποτέ. Και αντιστρόφως, λόγω της τραγικότητάς του, από την οποία όλοι προσπαθούμε να γλιτώσουμε.
Ένα κόμικ προσφέρεται τόσο για να το δει όσο και για να το διαβάσει κανείς και μπορεί να διεγείρει το βλέμμα χωρίς να παραμερίσει τον νου. Τα κόμικ δανείζονται στοιχεία από τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη φωτογραφία και το θέατρο και τα συνδυάζουν για να δημιουργήσουν τη δική τους γλώσσα έκφρασης. Πρόκειται λοιπόν για μια ολοκληρωμένη τέχνη, την τέχνη της «κλοπής». Συχνά οι άλλες τέχνες θεωρούνται μείζονος σημασίας σε σύγκριση με αυτήν, αλλά εκείνη δεν την ενδιαφέρει αυτό. Οι δημιουργοί της είναι πειρατές που υψώνουν μαύρη σημαία και λεηλατούν οτιδήποτε εμφανιστεί στον δρόμο τους και μπορούν να το πάρουν. Είναι παλιόπαιδο το κόμικ – και, τώρα που το ξανασκέφτομαι, μοιάζει λίγο με τον Τζορτζ Μπεστ των τεχνών…
Είστε πολύ ευγενικός. Αλλά, πράγματι, όχι, δεν υπάρχουν ειδικές τεχνικές. Είναι ένα βιβλίο που έχει δημιουργηθεί με όλο το πάθος και την ειλικρίνεια του κόσμου. Αντιλαμβάνομαι ότι, χωρίς αμφιβολία, μπορείτε να το αισθανθείτε. Παρά ταύτα, πιστεύουμε ότι έχει πολλές μικρές ατέλειες. Αλλά οι μικρές ατέλειες, όπως παραδείγματος χάριν στην εμφάνιση ενός ανθρώπου, είναι το στιλ και η γοητεία ενός συγγραφέα. Ο Ζακ Μπρελ, ένας από τους μεγάλους Γαλλοβέλγους τραγουδιστές, αν υπήρξαν ποτέ άλλοι, έλεγε συχνά ότι στα καλλιτεχνικά ζητήματα η τεχνική είναι θανάσιμο αμάρτημα. Χωρίς να πάμε τόσο μακριά, πιστεύουμε επίσης ότι η υπερβολική τεχνική και ο προβληματισμός μπορούν να σκοτώσουν τη γοητεία, το συναίσθημα και το ένστικτο. Ζήτω, λοιπόν, ο αυτοσχεδιασμός!
Αυτή είναι μια συζήτηση την οποία στην πραγματικότητα τη θεωρούμε παρωχημένη. Για μεγάλο χρονικό διάστημα τα κόμικ θεωρούνταν απλώς ως μια πύλη εισόδου προς τα «πραγματικά» βιβλία. Με αυτή τη λογική, μήπως και η φωτογραφία είναι μια πύλη προς τη ζωγραφική; Και ο κινηματογράφος μια πύλη προς το θέατρο; Τα κόμικ είναι μια αυτόνομη λογοτεχνία, με τους δικούς της κώδικες και τη δική της γραμματική, με τα δικά της αριστουργήματα και τις δικές της αποτυχίες. Μπορούν να εμπνεύσουν το ενδιαφέρον για άλλα είδη έργων, όμως ισχύει και το αντίστροφο (σκεφτείτε όλες αυτές τις ταινίες που προέρχονται από τη διασκευή κόμικ). Το σημαντικό είναι ότι εξακολουθούμε να λέμε ιστορίες. Κι αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: η ικανότητα να αφηγούμαστε ιστορίες, όποια μορφή κι αν έχουν.
Να μεταφραστεί στα ελληνικά! Μας συγχωρείτε, αλλά τα ελληνικά αποτελούν την πηγή όλης της δυτικής λογοτεχνίας. Αν το έβλεπαν αυτό οι καθηγητές των Γαλλικών που είχαμε κάποτε, θα ήταν πολύ περήφανοι για μας.
Να φορέσουν αμέσως ένα καλό ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπούτσια με τάπες και να πάνε να βρούνε τους φίλους τους, για να κάνουν τάκλιν ο ένας στον άλλο, έχοντας ανάμεσά τους μια μπάλα. Μπορούν να διαβάσουν το βιβλίο μας όταν επιστρέψουν, καθώς θα απολαμβάνουν ένα χαλαρωτικό μπάνιο.