Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο, κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και ζει στη Θεσσαλονίκη. Διδάσκει δημιουργική γραφή στη Θεσσαλονίκη και στην Κύπρο. Παράλληλα με την ποίηση, ασχολείται με το δοκίμιο. Από το 1986 έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές. Η συλλογή Το επιδόρπιο (εκδ. Κέδρος, 2012) ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο. Ακολούθησαν τα Αφόρετα θαύματα (εκδ. Κέδρος, 2017) και Ο θυρωρός των ημερών (εκδ. Κέδρος, 2022, β’ έκδοση 2023), που μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη. Έχει επίσης εκδώσει τέσσερα βιβλία δοκιμίων για την ποίηση, με τελευταία δύο το Πέραν της γραφής – Δοκίμια για την ποίηση (εκδ. Κέδρος, 2015) και Στους πίσω κήπους μίας λέξης, δοκίμια κριτικής (εκδ. Ρώμη, 2020). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, αλβανικά, βουλγαρικά και περιέχονται σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, όπου διετέλεσε γενική γραμματέας, και του Κύκλου Ποιητών.
Εκείνο που καθημερινά προσπαθώ είναι η ανάγνωση και, βέβαια, η σύνδεση με έναν χρόνο παρατήρησης που μου εξασφαλίζει μια συνειδητή συμμετοχή στα εξωτερικά και εσωτερικά συμβαίνοντα. Η πράξη της γραφής είναι η αποτύπωση πολλαπλών διεργασιών που μετουσιωμένες και αλλιώς χωνεμένες κατατίθενται ως πρώτη ύλη στο ποίημα. Έρχεται, βέβαια, κάποτε εκείνη η σωστή στιγμή που η αβίαστη ροή μάς συναντά φανερώνοντας εκείνο που μυστικά κυοφορούνταν.
Η ανάγκη να βρεθώ σε εκείνη την ενδιάμεση περιοχή που φέρει το στίγμα μιας άλλης αλήθειας, αγνοημένης και διαρκώς ανανεούμενης από το εύρος της γλώσσας. Ο Λόγος γνωρίζει, ο άνθρωπος ανακαλύπτει, μαθητεύει και μαθαίνει, πάντα στο μέτρο που του αφήνει χώρο να το κάνει η διαθεσιμότητά του να αλλοιωθεί από το απροσδόκητο και ελάχιστα οικείο.
Είναι μια αμήχανη στιγμή. Πάντα νομίζεις πως δεν είναι η ώρα ακόμα, αλλά αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Θέλει τόλμη και γενναιότητα το να αποχωριστείς τη γοητευτική διαδικασία της κοπτοραπτικής και να αποφασίσεις ότι αξίζει να παραδοθεί ό,τι σου δόθηκε. Μιλώ για τα αποκόμματα τεμαχισμένης αλήθειας που μας εμπιστεύεται η γλώσσα. Η διακινδύνευση είναι άλλωστε το σταθερό κλίμα της ίδιας της γραφής.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη αφορμή, αλλά η αίσθηση ότι έχεις αρκετά χρονοτριβήσει με την επεξεργασία και κάποτε ακόμα και πως ο εαυτός σου έχει ήδη προχωρήσει σε άλλες ανεξερεύνητες περιοχές και οφείλει να κλείσει ένα κεφάλαιο που τον κρατά δεσμευμένο σε μια καθυστέρηση. Σε έναν βαθμό, το σώμα του κειμένου έχει τον πρώτο λόγο όταν αισθάνεσαι ότι φέρει θραυσματική την εποχή ως χρόνο και τόπο που μας περιέχει.
Ο θυρωρός, αυτή η ταπεινή φαινομενικά φιγούρα που πλέον εκλείπει από το αστικό κέντρο, φέρει το βάρος ενός συμβολισμού πολύπλευρα επίκαιρου. Η κλασική ερώτηση: «Πού πάτε, κύριε;» που ακουγόταν από τον «προστάτη» της εισόδου, εξακτινώνει σημασιολογικές αναγνώσεις για το ζήτημα της ελευθερίας, της απλότητας, της δικαιωματικής και αδιαπραγμάτευτης πρόσβασης στο πεδίο των επιλογών. Η υποχρέωσή μας να αναφερόμαστε σε κάποιον ενδιάμεσο που κρίνει, επιλέγει και αποφασίζει για εμάς ανακινεί το ζήτημα της διαμεσολάβησης ανάμεσα στο έξω, το μέσα και το παραμέσα. Κάθε μορφή εξουσίας, βέβαια, στο όνομα της προστασίας μας αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο του «φρουρού» που επιτρέπει ή απαγορεύει την έξοδο στον ανοιχτό ορίζοντα. Για εμένα προσωπικά εκτός από την αδιαφιλονίκητη εξουσία του φόβου που εξυφαίνεται γύρω μας, υπάρχει και μια άλλη ακόμα μεγαλύτερη, στην οποία μάλιστα ουδέποτε επί της ουσίας αντιστεκόμαστε. Αναφέρομαι στην εξουσία του ίδιου του θανάτου, που απαγορεύει την πρόσβασή μας στη διάρκεια ξεγελώντας μας με την παροχή ενός αριθμού ημερών που ενοικούν σε ορισμένα χρόνια, με τα οποία μάλιστα θα πρέπει να συμβιβαστούμε και να είμαστε και ικανοποιημένοι.
Η ποίηση καλείται να επαναφέρει μιαν άλλου τύπου ενότητα, να υπενθυμίσει το χαμένο ολόκληρο και αναλαμβάνοντας τη συναρμογή των φραγμέντων να οδηγήσει στην ακεραιότητα. Δεν νομίζω ότι σκοπός της ποίησης είναι να φωτογραφίσει το ήδη υπάρχον αλλά, εκκινώντας οπωσδήποτε από αυτό, να αναζητήσει εκείνο που μας διαφεύγει και το οποίο βέβαια το κατέχει πλήρως η γλώσσα. Θα ήταν πολύ βαρετή η ποίηση που λειτουργεί αποκλειστικά ως ρεπορτάζ και όχι ως βατήρας για εκτίναξη της κρυμμένης δυνατότητας. Εκείνο που οφείλει να ιχνηλατήσει κατεξοχήν είναι το νόημα που μας διαφεύγει.
Κι αν ο χρόνος δεν υφίσταται κι εκείνο που σίγουρα υφίσταται είναι το άχρονο, στο οποίο ακόμα δεν έχουμε εισέλθει, τότε τι; Μόνο η θνητότητα και η πορεία προς την εκπλήρωσή της; Η επινόηση του χρόνου εξυπηρετεί την ολοκλήρωση και συνειδητοποίηση όχι ακριβώς αυτής της πραγματικότητας αλλά της αλήθειας πως το πεπερασμένο, που φαίνεται πως είμαστε, χρειάζεται χρόνο μέχρι να αντιληφθεί την αιωνιότητα που δικαιούται και στην οποία ανήκει. Ο χρόνος ίσως αποδειχτεί το απαραίτητο μεσοδιάστημα μέχρι την ωριμότητα, που δεν είναι άλλη από τη σταδιακή απεξάρτηση από το άχθος του φόβου των δευτερολέπτων.Δεν θα είχε άλλωστε κανένα νόημα η αιωνιότητα, αν επρόκειτο να τον διαιωνίσει.
Με τον συγκεκριμένο στίχο εκφράζω την πεποίθησή μου ότι η ποίηση δεν είναι περιοχή ασφαλής και προστατευμένη, δεν λυτρώνει ούτε ανακουφίζει, δεν θωπεύει τον πληγωμένο μας εγωισμό ούτε είναι μέσο για να μας αγαπάνε. Είναι φυγόκεντρος δύναμη και διαρκής πειραματισμός, που ωστόσο στηρίζεται στην παράδοση. Το στίγμα της ποίησης είναι σαφώς διακριτό, καθώς είναι την ίδια στιγμή άπιαστη ροή ρυθμού, μύθος και στοχασμός σε αυστηρή αρχιτεκτονική.
Δεν ξέρω πώς ορίζεται σήμερα το υψηλό. Αν σκεφτούμε ότι ο Ρεμπό με το «Μια εποχή στην κόλαση» οδήγησε την ποίηση σε ιλιγγιώδη ύψη, ότι ο Έλιοτ και ο Σολωμός άγγιξαν τους ουρανούς, τότε μάλλον τα πράγματα είναι σκούρα για τη σύγχρονη ποίηση. Αν η ποίηση διαθέτει κέντρο και δεν ομφαλοσκοπεί, αν την ενδιαφέρει η αναζήτηση του νοήματος, ίσως τότε να βρει και η εποχή το κέντρο της. Αυτό είναι για μένα το «λίγο ψηλότερα».
Έχω συναντήσει μεγάλη αγάπη από ανθρώπους που μέχρι επτά χρόνια πριν ήμασταν τελείως άγνωστοι, όπως άγνωστη ήταν και η δυναμική που έφερε ο καθένας στον τρόπο αποτύπωσης στο χαρτί της προσωπικής του ανάγνωσης του κόσμου και του εαυτού. Από όλο αυτό προέκυψαν ανθολογίες και ποιητικές συλλογές αξιόλογες.
Γνωρίζοντας τη γραφή ποιητών, ποιητριών και συγγραφέων διαφορετικού ύφους και τεχνοτροπίας, γενιών και ρευμάτων, διευρύνεται το πεδίο των ερεθισμάτων μέσα από την αναγνώριση ποικίλων λογοτεχνικών περιπτώσεων. Η επαφή τόσο με την παράδοση, το θέατρο, την τραγωδία, τη νεοελληνική αλλά και ξένη ποίηση δίνει τη δυνατότητα για μια κειμενική αλλά και διακειμενική σχέση, ώστε να επισημανθούν οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους άλλοι ποιητές πειραματίστηκαν, καθώς και να εντοπιστεί εκείνη η γραφή που μας γοητεύει περισσότερο. Όλα αυτά μετατρέπονται σε υλικό ανέγερσης του δικού μας εκφραστικού σύμπαντος. Όταν συνδυάζεται το γνωστικό υλικό με τη φαντασία, αξιοποιούνται οι πολλαπλές δυνατότητες της γλώσσας. Η ποίηση οφείλει να έχει μια ραχοκοκαλιά, να μετέρχεται τη μεταφορά όχι μόνο ως όχημα που στοχεύει στη συγκίνηση αλλά και ως μέσο αντίληψης της απάντησης στο αίνιγμα της ύπαρξης. Εγώ απλώς διαμεσολαβώ και μεταφέρω την εμπειρία μου.
Απ. Από αγάπη για την ποίηση. Πρόκειται για μαθητεία σπάνια, που σε κάνει ταπεινό και ταυτόχρονα περήφανο που ανήκεις κι εσύ στην πλευρά όσων έχουν την ψευδαίσθηση πως αντιστέκονται. Σε κάθε περίπτωση διδάσκεσαι και ελευθερώνεσαι. Προσωπικά, δεν προσεγγίζω τη γραφή των άλλων ως θεωρητικός της ποίησης, αλλά με μιαν έκπληξη για όλες τις διαφορετικές αποχρώσεις της φωνής με τις οποίες μπορεί να ειπωθεί το άρρητο.
Ο Νίκος Καρούζος.