Από το 1915 έως το 1981 η ελληνική πολιτική κινήθηκε στην τροχιά δύο σχισμάτων. Το πρώτο έγινε γνωστό ως Εθνικός Διχασμός και το δεύτερο σηματοδοτήθηκε από τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1946-1949 και όσα ακολούθησαν το τέλος του Εμφυλίου, κυρίως έως την επιβολή της δικτατορίας το 1967 αλλά και μεταγενέστερα.
Ο Εθνικός Διχασμός εκδηλώθηκε στο πλαίσιο, και εξαιτίας της διαμάχης σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Εθνικός Διχασμός εκδηλώθηκε το 1915 και αποτέλεσε τη βασική πολιτική διαίρεση της χώρας έως το 1936, όταν επιβλήθηκε η δικτατορία από τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ και τον Ιωάννη Μεταξά. Η 4η Αυγούστου συνιστούσε το τέλος του Διχασμού με την επιβολή της μιας παράταξης στην άλλη. Αναμφίβολα, όμως, μπορούμε να διακρίνουμε δύο φάσεις αυτής της μακράς περιόδου. Η πρώτη εκτείνεται από το 1915 όταν εκδηλώνεται ο Εθνικός Διχασμός, έως το 1922, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το στρατιωτικό κίνημα του Πλαστήρα και Γονατά, την εκτέλεση των Έξι ως υπευθύνων της Καταστροφής, και την εισροή 1.300.000 προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι μετέβαλαν οριστικά το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο της χώρας. Η επταετής αυτή περίοδος χαρακτηρίζεται από τη σκληρή αναμέτρηση μεταξύ των δύο στρατοπέδων.
Στη δεύτερη περίοδο. Από το 1922 έως το 1936, οι πολιτικοί συσχετισμοί μεταξύ των συνασπισμών είναι πιο σταθεροί, χωρίς να παραμένουν αμετάβλητοι, και οι όποιες διακυμάνσεις δεν αναιρούν βασικά χαρακτηριστικά, κοινωνικά και γεωγραφικά, των δύο στρατοπέδων. Ο βενιζελισμός επικρατεί κυρίως στις Νέες Χώρες, τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ήπειρο, την Κρήτη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, σε όλες δηλαδή τις περιφέρειες που προσαρτήθηκαν μετά το 1912-1913 και εκπροσωπεί κοινωνικά τους πρόσφυγες, τους νέους μικροϊδιοκτήτες που προέκυψαν από την αγροτική μεταρρύθμιση του 1923, την επιχειρηματική αστική τάξη και, έως το 1933 τη μεγάλη πλειοψηφία του σώματος των αξιωματικών. Ο αντιβενιζελισμός ήταν ισχυρός στην Παλαιά Ελλάδα, εκπροσωπούσε κυρίως τους γηγενείς και τις μειονότητες, αυτές που υπήρχαν όταν επήλθε ο διπλασιασμός του κράτους το 1913, και όσες απέμειναν, μετά το 1923 και την ανταλλαγή των πληθυσμών, και την προσανατολισμένη στο κράτος αστική και μικροαστική τάξη.
Σκοπός του βιβλίου «Βενιζελισμός και Αντιβενιζελισμός» είναι να επιστρέψει στις απαρχές του Εθνικού Διχασμού και να αναδείξει το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα των δύο παρατάξεων. Το βάθος και η ένταση του εθνικού σχίσματος οφείλονταν σε εσωτερικές εκκρεμότητες που αποτελούσαν κληρονομιά του στρατιωτικού κινήματος του 1909, αλλά κυρίως σε γεωπολιτικές πιέσεις τις οποίες δεν κατόρθωσε να διαχειριστεί η ελληνική πολιτική τάξη. Οι κοινωνικές και περιφερειακές διαστάσεις του Εθνικού Διχασμού δεν ήταν προδιαγεγραμμένες. Το σχίσμα δεν οφειλόταν σε δομικούς περιορισμούς ταξικής, ή άλλης, φύσης αλλά στην πορεία και τη δυναμική των γεγονότων από το 1915 έως το 1918. Η παγίωση του σχίσματος από το 1922 και μετά, και η συνύφανσή του με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και περιφέρειες, όπως η Παλαιά Ελλάδα και οι Νέες Χώρες, οι γηγενείς και οι πρόσφυγες, οφειλόταν στην εσφαλμένη διαχείριση της Μικρασιατικής καταστροφής, δηλαδή την εκτέλεση των Έξι, και στις συνεχείς στρατιωτικές επεμβάσεις. Αυτές ήταν συνδεδεμένες με το Διχασμό και τον διαιώνιζαν. Υποδήλωναν την έλλειψη συμφωνίας για τους κανόνες του παιχνιδιού και την ύπαρξη κατεστημένων συμφερόντων για τη συνέχιση του σχίσματος και του φαύλου κύκλου εκδίκησης και αντεκδίκησης. Κατ’ αυτό τον τρόπο η φυσιολογική διαφοροποίηση μεταξύ μιας συντηρητικής και μιας φιλελεύθερης μεταρρυθμιστικής μερίδας, που συναντάται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, εξελίχθηκε σε μια εικοσαετή διαμάχη χωρίς συνταγματικά και πολιτικά όρια.
Με τρόπο ευσύνοπτο και περιεκτικό, ο Σωτήρης Ριζάς περιγράφει μια εποχή που στιγμάτισε την ιστορία της Ελλάδας και είχε συνέπειες που έγιναν αισθητές για δεκαετίες.
Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΙΖΑΣ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Είναι διευθυντής ερευνών από το 2005 και διευθύνει το Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών από το 2016. Έχει διδάξει στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Υπήρξε Visiting Research Associate στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του King’s College London (1994-1995), StanleyJ. Seeger Visiting Fellowin Research, στο Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Princeton University (2004-2005), Ειδικός Μεταπτυχιακός Υπότροφος στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου (1991-1992) και Μέλος του Επιστημονικού Εκπαιδευτικού Συμβουλίου του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης (2008-2011).