Ο Ευάγγελος Αρεταίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Έχει κάνει νομικές σπουδές στη Γαλλία και ισλαμικές σπουδές στο Βέλγιο. Είναι δημοσιογράφος στην κυπριακή εφημερίδα Πολίτης και στον ελληνικό συνδρομητικό ιστότοπο Inside Story και καλύπτει θέματα ΕΕ και Τουρκίας. Από το 1996 μέχρι σήμερα επισκέπτεται συστηματικά την Τουρκία και ταξιδεύει στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ευρώπη. Έχει ζήσει και εργαστεί ως ανταποκριτής ελληνικών μέσων ενημέρωσης στην Κωνσταντινούπολη από το 1999 μέχρι το 2007. Έχει δημοσιεύσει δύο μυθιστορήματα και ένα δημοσιογραφικό οδοιπορικό για την πολιτική και κοινωνία στην Τουρκία. Η συλλογή διηγημάτων του Σαν άμμος που χάνεται (Εκδόσεις Εστία), έδωσε την αφορμή για τη συζήτησή μας αυτή.
Ξεκίνησε όταν μια μέρα συνειδητοποίησα ότι στα ταξίδια μου γνώρισα πολλές γυναίκες που ζούσαν εξαιρετικά έντονες στιγμές και που όλες τους είχαν μια ικανότητα να βλέπουν με τρομακτική διαύγεια τη ζωή τους τις στιγμές αυτές. Και θέλησα να γράψω τις ιστορίες τους, γιατί με γοήτευσε η δύναμή τους και συνάμα η τρυφερότητά τους ακόμα και στις τόσο δύσκολες αυτές στιγμές της ζωής τους.
Είναι σημαντική, επειδή αντικατοπτρίζει όλα όσα συμβαίνουν γύρω τους και την ίδια στιγμή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των όσων διαδραματίζονται γύρω τους. Είναι ζωές που αν κανείς τις διαβάσει, θα μπορέσει να πάρει μια εικόνα των όσων γίνονται γύρω τους και συνεπώς γύρω μας. Είναι ζωές γυναικών που ζουν δίπλα μας, στην Αθήνα, στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική. Κάποιες από αυτές τις ζωές είναι πολύ κοντά στις δικές μας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, μοιάζουν πολύ, δεν μας ξενίζουν, άλλες φαντάζουν πολύ διαφορετικές από τις δικές μας αλλά στην ουσία τους είναι πολύ κοντά.
Όλες οι συνθήκες και οι καταστάσεις που περιγράφω στο βιβλίο είναι πραγματικές, όπως αληθινές είναι και οι δεκαέξι αυτές γυναίκες. Η φαντασία, η μυθοπλασία, αρχίζει όταν οι γυναίκες αυτές σκέφτονται, όταν μιλούν στον εαυτό τους. Για κάποιες όμως ακόμα και τότε η φαντασία μου δεν μου χρησίμευσε και πολύ, γιατί ήξερα τι σκέφτονταν και τι αισθάνονταν, για αυτές που ήξερα καλά και με τις οποίες είχα την ευκαιρία να μιλήσω για τη ζωή τους. Για κάποιες άλλες που δεν πρόλαβα να τις γνωρίσω καλύτερα, επιστράτευσα τη φαντασία μου κρατώντας όμως πάντα υπόψη τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονταν.
Η λέξη «ανάπλαση» έχει συνήθως μια θετική χροιά και δημιουργεί στον πολίτη την προσδοκία ενός θετικού αποτελέσματος. Ωστόσο, η ανάπλαση ενός τόπου, μιας περιοχής, μιας πόλης δεν είναι απλώς ένα ζήτημα αισθητικής. Είναι συχνά μια καθαρά πολιτική πράξη, εξυπηρετεί πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους και δεν είναι ούτε πάντα καλοπροαίρετη ούτε, φυσικά, κοινής αποδοχής. Βαθύτερα, η ανάπλαση ενός τόπου ή μιας περιοχής αντικατοπτρίζει το πώς βλέπουμε τον ίδιο μας τον εαυτό και τον ρόλο και τη θέση μας στο σύνολο. Έχει συνεπώς και μια ηθική διάσταση.
Ήταν μια ειρηνική, μια αστικά ώριμη και πρωτοποριακή αντίσταση. Η βία και οι λεηλασίες περιουσιών ήταν εξαιρετικά περιορισμένα φαινόμενα καθ’ όλη τη διάρκεια του ενός μήνα κατά τον οποίο χιλιάδες νέοι, κυρίως, αντιστάθηκαν στα σχέδια «ανάπλασης» του πάρκου του Γκεζί στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Πέτυχαν να σώσουν τα δέντρα και να αποτρέψουν προς το παρόν μια ευρύτερη ανάπλαση του πάρκου, αλλά κυρίως κατάφεραν να αφήσουν ανεξάλειπτα τα ίχνη τους στην πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή της Τουρκίας, παρόλο που η αντίστασή τους ήταν μια ουτοπία.
Όχι, το κεφαλομάντιλο δεν είναι υποχρεωτικό στην Τουρκία. Ποτέ δεν ήταν, όπως ποτέ δεν είχε απαγορευτεί στον δημόσιο χώρο, σε αντίθεση με το Ιράν όπου επί Σάχη είχε απαγορευτεί και μετά το 1979 και την ισλαμική επανάσταση έχει γίνει υποχρεωτικό. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να φορά μια γυναίκα το κεφαλομάντιλο και να ντύνεται «ισλαμικά» στην Τουρκία. Κάθε κεφαλομάντιλο είναι μια προσωπική ιστορία και μια προσωπική πορεία.
Απ. Ορισμένοι βλέπουν τις ίδιες ταινίες που βλέπουμε εμείς. Πολλοί όμως βλέπουν με πάθος τις τηλεοπτικές σειρές που τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει ένα εξαιρετικά ισχυρό όχημα νεοεθνικισμού και προπαγάνδας.
Δυστυχώς, είναι λίγοι οι νέοι αυτοί στην Τουρκία που διαβάζουν Ρουμί και που διαβάζουν γενικά ποίηση. Κάποιοι από τους όλο και πιο πολλούς μορφωμένους νέους, «ισλαμιστές» και μη, διαβάζουν Ρουμί όπως διαβάζουν και άλλους Ιρανούς μυστικιστές ποιητές και τους μεγάλους ποιητές της Ευρώπης και της Αμερικής. Και φυσικά τους Τούρκους «κλασικούς» ποιητές, όπως ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Μεχμέτ Ακίφ Ερσόι, ο Τεβφίκ Ερσόι, ανάλογα με τις ιδεολογικές πεποιθήσεις τους.
Οι νέες γενιές είναι πολύ πιο ανοιχτές στον έξω κόσμο και στην Ελλάδα, παρ’ όλη την έξαρση εθνικισμού στην οποία είναι σήμερα βυθισμένη η τουρκική κοινωνία.
Πιστεύω κυρίως με την αλληλεγγύη και την προσήλωση στο έργο τους. Οι στιγμές ανάπαυσης είναι συνήθως οι πιο δύσκολες, όμως.
Σίγουρα όχι. Ποτέ δεν είχε. Αλλά την τελευταία δεκαετία τα σύνορα είναι ακόμα πιο εύκολο να ξεπεραστούν χάρη στην τεχνολογία. Θυμάμαι, όταν ήμουν φοιτητής στη Γαλλία τις αρχές του ’90 στέλναμε γράμματα με το ταχυδρομείο στις φιλενάδες μας ή τηλεφωνούσαμε πού και πού, γιατί ήταν πανάκριβα. Σήμερα με την τεχνολογία βλέπεις τον άλλο στην οθόνη σου όπου κι αν είστε. Το γράμμα πάντως σίγουρα είχε μια άλλη διάσταση, τη διάσταση του χρόνου και της υπομονής και της προσμονής, που σήμερα έχουν ουσιαστικά χαθεί.
Η εποχή μας είναι η εποχή του Άμπελ, η εποχή των νομάδων. Αυτή η διαρκής μετακίνηση δεν νομίζω ότι θα τελειώσει σύντομα. Οι ροές ίσως να μειώνονται για λίγο, αλλά θα ξαναπάρουν δύναμη στο μέλλον. Ο κόσμος γύρω μας, γύρω από την Ευρώπη, φλέγεται, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, και οι άνθρωποι εκεί κάνουν αυτό που θα κάναμε όλοι μας αν ήμασταν στη θέση τους, θα φεύγαμε για κάπου όπου υπάρχει ασφάλεια. Το πρόβλημα είναι ότι εμείς στην Ευρώπη ξεχνάμε τι σημαντικό αγαθό, τι πολύτιμο, είναι η ασφάλεια και η έλλειψη βίας και φόβου και ετοιμαζόμαστε να στραφούμε ενάντια σε όλα όσα μας προσφέρει η ΕΕ. Από τη μεριά τους, οι Βρυξέλλες και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν τόσο αποξενωθεί πλέον από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που δεν μπορούν να επιτελέσουν το έργο τους. Είμασε σε ένα τραγικό αδιέξοδο...
Πολλές στιγμές υπήρξαν που ένιωσα φόβο και πολλές ώρες υπήρξαν που έζησα μέσα σε άγχος και υπερβολική αδρεναλίνη. Αλλά η στιγμή που με σημάδεψε ήταν στη Μυτιλήνη, όταν μαζί με τη φωτογράφο Ελένη Παπαδοπούλου κάναμε ένα μεγάλο ταξίδι με πρόσφυγες από την Τουρκία στην Ειδομένη. Μια βάρκα με πρόσφυγες ερχόταν στην παραλία, ήταν νύχτα και είχε πολύ κακό καιρό, αρχές Μαρτίου. Όταν η βάρκα έφτασε κοντά στην παραλία, οι εθελοντές μπήκαν στο νερό για να τη φέρουν στην αμμουδιά αλλά είχε πολλά κύματα και δεν τα κατάφερναν. Φώναξαν για περισσότερη βοήθεια, κι έτσι μπήκα κι εγώ στα νερά. Κάπως ελέγξαμε τη βάρκα κι αρχίσαμε να παίρνουμε τους ανθρώπους, γυναίκες και παιδιά κυρίως, στα χέρια μας για να τους πάμε στην παραλία. Η πρώτη γυναίκα που πήρα ήταν μια νεαρή, λεπτή, γύρω στα είκοσι πέντε. Κι όμως, μου φάνηκε απίστευτα βαριά. Φώναζε κάτι που δεν καταλάβαινα αλλά μετά, στην παραλία πια, κατάλαβα ότι φώναζε για το παιδί της. Ευτυχώς, το είχε ο άντρας της μαζί του. Βοήθησα ακόμα δυο γυναίκες μέσα στα κρύα νερά. Κι όταν όλοι τους ήταν στην παραλία, πήγα στην άκρη και μέσα στο σκοτάδι άρχισα να ουρλιάζω από θυμό και ντροπή.
Προσπαθώ, μάταια προς το παρόν, να παίξω ουκελέλε. Είναι στιγμές που δεν αφήνουν τη σκέψη μου να τρέχει, που με αναγκάζουν να συγκεντρώνομαι στα δάκτυλα και στις χορδές. Πάντως δεν τα καταφέρνω και πολύ μέχρι τώρα.
Παλαιότερα, όταν ήμουν πιο νέος, ναι, έκανα συγκρίσεις, γινόντουσαν σχεδόν αυτόματα. Με τα χρόνια και με τα ταξίδια, έμαθα να μην κάνω συγκρίσεις. Γιατί είναι α-νόητες, δεν έχουν νόημα. Η κάθε κοινωνία είναι διαφορετική και ο καθένας από μας είναι διαφορετικός σε κάθε περιβάλλον. Σίγουρα όμως, με τα χρόνια, θεωρώ ότι η ζωή στην Ελλάδα, παρά τις φοβερές της δυσκολίες λόγω της οικονομικής κατάστασης και του χαοτικού συστήματος, παραμένει πιο κοντά στα ανθρώπινα μεγέθη και στις ανθρώπινες ανάγκες, κυρίως την ανάγκη επικοινωνίας και ζεστασιάς. Με τα καλά τους και με τα κακά τους.
Η ανάγνωση βιβλίων χριστιανών και μουσουλμάνων μυστικιστών, από τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού και τον Γρηγόριο Παλαμά μέχρι τον Ρουμί και τον Αλ Γκαζαλί. Δίνουν μια άλλη διάσταση στη ζωή και στον κόσμο γύρω μας και είναι, για μένα, ο μόνος ουσιαστικός τρόπος να αντισταθώ στην απάθεια και την απόγνωση.
Τι σας έχουν μάθει οι γονείς σας που το τηρείτε ακόμη; Τη μεγάλη καρδιά. Δεν είμαι σίγουρος ότι καταφέρνω να το τηρώ όπως και όσο θα ήθελα, αλλά προσπαθώ.