Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972. Φοίτησε στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Τμήμα Σκηνοθεσίας της σχολής κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Το μυστικό της τελευταίας σελίδας, κυκλοφόρησε το 2009 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Η συζήτησή μας μαζί του έγινε με αφορμή το δεύτερο μυθιστόρημά του, Καινούργια μέρα (Εκδόσεις Καστανιώτη).
Αφορμή για τη συγγραφή της Καινούργιας μέρας ήταν ένα άρθρο που διάβασα σε κάποια εφημερίδα, πριν από πολλά χρόνια, για την άγρια δολοφονία ενός κλοσάρ στο Παρίσι. Ο άτυχος άντρας είχε πυρποληθεί ζωντανός. Η εικόνα τριβέλιζε το μυαλό μου για χρόνια. Σχεδόν μια δεκαετία μετά, κι ενώ είχε ήδη εκδοθεί το πρώτο μυθιστόρημά μου, η είδηση για τον φόνο ενός άστεγου, στη Μόσχα αυτή τη φορά, και η σοκαριστική ομοιότητα των δυο εγκλημάτων - και τα δυο θύματα είχαν πυρποληθεί - με παρακίνησε να αρχίσω να γράφω. Η εικόνα του καιόμενου σώματος στην έρημη αλάνα αποτέλεσε τον καμβά για το μυθιστόρημα. Το βιβλίο ωστόσο μιλά για τη ζωή άστεγων και στεγασμένων, για τη ζωή όλων μας, για τα ανθρώπινα μίση και πάθη, για την ανάγκη μας για αλληλεγγύη και συντροφικότητα, ενώ ταυτόχρονα είναι μια αλληγορία για την ασίγαστη δίψα του ανθρώπου για αφηγήσεις και ιστορίες.
Απ. Η ιστορία δεν διαδραματίζεται στην Αθήνα, αλλά σε ένα λιμάνι της Μεσογείου, το οποίο πράγματι δεν κατονομάζεται στο βιβλίο. Θα μπορούσε να είναι ο Πειραιάς, η Βαρκελώνη ή η Θεσσαλονίκη. Οι ήρωες περιγράφουν μια «χάρτινη» γεωγραφία, αφήνοντας ωστόσο ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Ο μυθιστορηματικός τόπος φαντάζει σαν ένας μυθικός τόπος που συγκεντρώνει στοιχεία από πολλά μεσογειακά λιμάνια• η Μεσόγειος, όπως κάθε θάλασσα, υπόσχεται καινούργια ταξίδια, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μια κλειστή λεκάνη μέσα στην οποία αναμειγνύονται λαοί, πολιτισμοί, γλώσσες, μύθοι και παραδόσεις, γεγονός που επιδρά και επηρεάζει τους ήρωες και τους δευτεραγωνιστές του μυθιστορήματος. «Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς επιβίωσα τα πρώτα δεκαοχτώ χρόνια αλάργα από τη θάλασσα, σε κείνον τον ερμητικό τόπο, τόσο μακριά από την αποκαλυπτική επίδραση της Μεσογείου. Αρκεί μια ματιά στις γλώσσες, στις κουζίνες ή στις μουσικές της για να φανερωθούν πανάρχαιοι δεσμοί και συγγένειες, τα χνάρια ενός μυστικού κώδικα επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων άλλης γλώσσας, άλλης ράτσας ή θρησκείας, και να η βαθύτερη ουσία αυτής της λεκάνης που χωρά πολλές διαφορετικές θάλασσες από τα Στενά του Γιβραλτάρ μέχρι τον Εύξεινο πόντο ή και πιο μακριά, μέχρι τις βορειοανατολικές ακτές της Αζοφικής, ως το Γέισκ και τη Μαριούπολη, κάθε μια με τα νησιά και τις ξέρες της, με τις σημαίες, τα χώματά της, κι όμως όλες αρμονικά συγκερασμένες μεταξύ των τριών παμπάλαιων ηπείρων. Έπειτα σκέφτομαι ότι τα αμπέλια, οι ελιές κι οι χαρουπιές έχουν κι αυτά ρίζες βαθιά στη Μεσόγειο και ίσως γι’ αυτό επέλεξε να μου στείλει σ’ έναν κορμό το πρώτο μήνυμά της», λέει ο Μαρκόνης στις σελίδες του βιβλίου. Καθώς σχηματίζεται ο χάρτης της μυθιστορηματικής πολιτείας από τις αφηγήσεις των ηρώων, και μόνον από αυτές, χωρίς καμιά «αντικειμενική» μαρτυρία, υποψιάζεται κανείς ότι ίσως πρόκειται για κάποιο υπαρκτό λιμάνι, αγνώριστο πάντως πίσω από το μυθοπλαστικό παραπέτασμα που στήνουν οι αφηγητές-πρωταγωνιστές, όχι από πρόθεση να ξεγελάσουν τον αναγνώστη, αλλά από την ίδια ανάγκη που τους καθοδηγεί να ξαναπλάσουν τη ζωή τους και τη ζωή του νεκρού Σεβαστιανού. Οι αφηγήσεις μεταλλάσσουν τον χώρο ενώ μοχθούν να αλλάξουν και τον χρόνο, να μεγεθύνουν τις στιγμές της ζωής, ίσως και ολόκληρη τη ζωή, όχι με κάποιον υπερφυσικό τρόπο αλλά επενδύοντας στη μνήμη που διατηρεί ολοζώντανη μια καλοειπωμένη ιστορία. Καθένας τους διανύει διαφορετική πορεία, πριν καταλήξει ανέστιος. Ο Τέως, ένας τέως ευυπόληπτος έμπορος, οδηγείται στον δρόμο έπειτα από μια ξαφνική καταστροφή, ο Μαρκόνης καταλήγει πλάνητας μετά την παύση χρήσης των ασυρμάτων στα εμπορικά πλοία, ο Λάκυ αφήνει τη χώρα του αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στον ξένο τόπο. Δεκάδες ιστορίες και μικροϊστορίες αφηγούνται τις ύπουλες ανατροπές της ζωής. «Τα χρόνια στη θάλασσα με δίδαξαν να τρέμω το ίδιο τα ταραγμένα κύματα και τις μυστικές κι αθέατες ταλαντώσεις των βυθών, πιο πονηρές αλλά το ίδιο επικίνδυνες καθώς δημιουργούν κορφές και χαράδρες αόρατες, έτοιμες να διακόψουν την πορεία μας χωρίς δόλο ή μένος μα με τη φυσική χαλαρότητα της ζωής που ανεβαίνει, τραμπαλίζεται και κατεβαίνει αδιάκοπα», λέει χαρακτηριστικά ένας από τους ήρωες του βιβλίου.
Ο συγγραφέας οφείλει κάθε φορά να ανακαλύπτει και να ανασυνθέτει το μυθιστορηματικό σύμπαν, είτε γράφει για τον κόσμο των αστέγων, είτε για έναν μοιραίο έρωτα, είτε για τον θάνατο των ηρώων του, είτε για μια άλλη εποχή, για άγνωστους πολιτισμούς, για απάτητους πλανήτες. Νιώθω ωστόσο πως κάθε συνθήκη ενυπάρχει μέσα μας σε μια δεξαμενή μνήμης, φυτικής ή γονιδιακής, κι αρκεί να την ανακαλέσει κανείς ζωντανεύοντας τον μυθοπλαστικό κόσμο. Δεν με απασχολεί η φωτογραφική αποτύπωση της «πραγματικότητας» – άλλωστε η πραγματικότητα φθάνει πάντα διαμεσολαβημένη μέσα από τις εμπειρίες, τα πιστεύω και τα θέλω μας. Αυτό που με ενδιαφέρει, είτε όταν γράφω για την «κόλαση» του περιθωρίου, είτε για τον «παράδεισο» του έρωτα, είτε για το «καθαρτήρι» της πιο ανιαρής καθημερινότητας, είναι να συνθέσω έναν πολυπρισματικό κόσμο που να μιλά για εκείνα που γνωρίζουμε όλοι μας, τη γλύκα και το άχθος της ύπαρξης.
Τα πρόσωπα και τα περιστατικά της ιστορίας είναι φανταστικά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι απέχουν από την πραγματικότητα. Αρκεί μια ματιά στην πραγματική ζωή, στις εφημερίδες ή στο διαδίκτυο, για να ανακαλύψει κανείς επεισόδια που ξεπερνούν και την πιο αχαλίνωτη φαντασία. Σκοπός μου πάντως δεν ήταν να συντάξω ένα εκτενές ρεπορτάζ για τους άστεγους συνανθρώπους μας, αλλά να οικοδομήσω ένα μυθοπλαστικό σύμπαν με πρωταγωνιστές που ακροβατούν ανέστιοι, άφραγκοι, πλανημένοι, αθώοι και φταίχτες, έχοντας μόνο στήριγμά τους τις αφηγήσεις και τα παραμύθια.
Οι θύτες οδηγούν τον άστεγο άνδρα στην πυρά σαν να είναι φορέας μιας μολυσματικής μεταδοτικής ασθένειας. Η καύση του Σεβαστιανού, βέβαια, φέρνει στον νου τις καύσεις των «ανεπιθύμητων» βιβλίων από τους Ναζί επιβεβαιώνοντας ξανά την προφητική ρήση του Χάινριχ Χάινε: «Εκεί που καίνε βιβλία, στο μέλλον θα καίνε ανθρώπους».
Η βία σοκάρει σε τέτοιο βαθμό θύτες και θύματα, ώστε προκαλεί απρόσμενες συνέπειες. Κάθε χαρακτήρας υπό συγκεκριμένες συνθήκες αντιδρά με διαφορετικό τρόπο στο ίδιο ερέθισμα. Σημασία ωστόσο δεν έχει αν η μεταστροφή του Παύλου είναι αναμενόμενη ή πιθανή, αλλά αν συντελείται πειστικά στις σελίδες του βιβλίου. Το φαινόμενο πάντως δεν είναι ούτε μοναδικό, ούτε πρωτοφανές. Ο Παύλος, όπως και ο συνονόματός του απόστολος, μετατρέπεται από διώκτη και θύτη, σε μάρτυρα, απόστολο και συνιδρυτή μιας νέας «πίστης», που εδώ, βέβαια, δεν επιδεικνύει δογματική αυστηρότητα και δεν υπόσχεται απαντήσεις, παρά μονάχα αμφιβολίες και ερωτήματα.
Ο βίαιος και αιφνίδιος χαμός του Σεβαστιανού παρακινεί τους τέσσερις συντρόφους του να αναζητήσουν την αλήθεια –ή ίσως μια ερμηνεία– για τη ζωή και τον θάνατό του. Αναδιφώντας στη μνήμη τους τις στιγμές που έχουν μοιραστεί και τις διηγήσεις του, που αποτελούν γι’ αυτούς πολύτιμη κληρονομιά, ξαναζωντανεύουν, καθένας με τη σειρά του, την ιστορία της ζωής τους έως τη συνάντησή τους μαζί του (σημείο κλειδί σε κάθε αφήγηση) κι έπειτα την κοινή ζωή τους, σε μια αλληλουχία συναρπαστικών επεισοδίων που εναλλάσσονται με τις διηγήσεις του Σεβαστιανού. Την αφήγηση του Τέως ακολουθεί η αφήγηση του Μαρκόνη, του Λάκυ και του Γιάννη, κι όταν ολοκληρώνονται –με καταληκτικό σημείο, κάθε φορά, τον θάνατο του Σεβαστιανού–, ακολουθεί η εξιστόρηση της ζωής τους μετά• μετά τον απάνθρωπο φόνο, μετά τη βία και τη φρίκη• της ζωής τους μετά την απώλεια, μετά το πέρας των παρηγορητικών αφηγήσεων του αγαπημένου τους συντρόφου. Οι θρηνούντες φίλοι σταδιακά κι ασυναίσθητα μεταλλάσσονται σε παραμυθάδες και δεινούς αφηγητές, ελπίζοντας πως έτσι θα ξαναζωντανέψουν ή έστω θα δικαιώσουν τον Σεβαστιανό. Η εμφάνιση του Παύλου δίνει νέο νόημα στις αφηγήσεις τους, αφού οι παραινέσεις του τους ωθούν να καταγράψουν και να οργανώσουν τις αναμνήσεις τους με μεγαλύτερη συνέπεια και σαφήνεια. Ο Σεβαστιανός παραμένει ωστόσο ο μεγάλος απών, κι ας φαίνεται εντέλει ότι οι φίλοι του υιοθετούν την πεποίθησή του για την παραμυθητική δύναμη των αφηγήσεων.
Καθένας μας είναι ένας εν δυνάμει παραμυθάς, ανεξάρτητα από την ακαδημαϊκή εκπαίδευση ή το βιοτικό του επίπεδο. Καθώς αποκαλύπτονται ελάχιστα στοιχεία για το παρελθόν του Σεβαστιανού, είναι μάλλον δύσκολο να εντοπίσει κανείς τις πηγές της αφηγηματικής του δεινότητας. Κι όμως, παρότι ο Σεβαστιανός δεν έχει μεσσιανικές ιδιότητες, δεν είναι φορέας κάποιου χρίσματος, μεταμορφώνεται σε χαρισματικό καθοδηγητή μέσα από τις διηγήσεις των ηρώων του βιβλίου, οι οποίοι εκφράζουν έτσι τη βαθύτερη επιθυμία τους όχι για λύτρωση, αλλά για ύπαρξη, για αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια, συνθήκες που στα μάτια τους φαντάζουν λυτρωτικές. Παρά τη σπουδή τους να ανασυνθέσουν την ιστορία της ζωής του, αυτή παραμένει άγνωστη - τουλάχιστον στις λεπτομέρειές της - κι επομένως ανοιχτή σε αναρίθμητα ενδεχόμενα και ερμηνείες, αποτελώντας έτσι αφορμή για νέες περίτεχνες αφηγήσεις που παραμένουν ανεξάντλητες στο διηνεκές.
Η Καινούργια μέρα αφηγείται την ανθρώπινη περιπέτεια, τη ζωή και τον θάνατο, το έγκλημα και την τιμωρία, αλλά αποτελεί κατά βάθος μια αλληγορία για τη φυσική και τη μεταφυσική της αφήγησης, που χρειάζεται τη συνέργεια του αναγνώστη για να αποκαλυφθεί. Το βιβλίο είναι ένα παιχνίδι μεταξύ των αφηγητών και του αναγνώστη, ο οποίος καλείται να αλιεύσει μέσα από το παλίμψηστο των διαφορετικών αφηγήσεων τα «πραγματικά» περιστατικά και να συγκροτήσει, εντέλει, μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος - ακόμα κι όταν το τέλος και η αρχή φαίνεται να συγκλίνουν ή να εφάπτονται.
«Κουράζομαι εύκολα πια, πέρασε ο καιρός, τα χρόνια στον δρόμο μετράνε εφταπλά, είμαστε σαν τους σκύλους, ένα ανθρώπινο έτος φέρνει για μας πολύ περισσότερες πληγές [...]. Να πλένεσαι τακτικά, να ντύνεσαι με ζεστά ρούχα, να κρύβεις όσα χρήματα έχεις στα εσώρουχά σου, να μην τσαμπουκαλεύεσαι στους μπάτσους και σε κάθε λογής κρατικό υπάλληλο που θα βρεθεί στον δρόμο σου, να αποφεύγεις τα άσυλα και τα φρενοκομεία, τα χάπια, την υπερδοτική φροντίδα, τις μαστουρωμένες πόρνες και τους προστάτες, τα έρημα στενά κι όσους γυρνούν πλάνητες κι αλήτες όπως κι εσύ», λέει κάπου ο Μαρκόνης. Και παρακάτω ο Λάκυ εξομολογείται: «Αδυνατώ να ακολουθήσω ένα τακτικό πρόγραμμα σαν να είμαι διοικητικός υπάλληλος κι ας έχω συναντήσει ένα σωρό ψωριάρηδες που απλώνουν το χέρι θαρρείς και πρόκειται για μια δουλειά με ωράριο, αυξήσεις, προϊσταμένους, ένσημα κι απ’ όλα. Πολλοί την πατάνε και προσπαθούν να υποκριθούν μια κανονική ζωή, λες κι η κανονικότητα είναι ένα φαρδύ ρούχο που χωρά τον καθένα, ενώ ως γνωστόν είναι ένα ανελαστικό κιβούρι που υποβάλλει το σχήμα, τις αιχμές και τις γωνίες του [...]. Κάτι τέτοια σε αποτρελαίνουν• μασουλάς ό,τι βρεις στα σκουπίδια με τη μαλθακή απάθεια εκείνου που τρώει είκοσι χρόνια το ίδιο φαΐ, μετράς τις τρύπες στα ρούχα σαν να ’ναι παιχνίδι, κρύβεσαι, επαιτείς, κλέβεις, κρυώνεις, σε κυνηγούν, ξεφεύγεις, σφουγγίζεις τις μύξες στο μανίκι, κι όμως χασομεράς μπροστά στις βιτρίνες, βολτάρεις στα πάρκα, ξεφυσάς τον καπνό του τσιγάρου αυτάρεσκα κι είσαι έτοιμος να καταπιείς όλα αυτά τα σκατά, αν σου ορκιστούν πως είσαι κομμάτι της κανονικής ζωής». Στα λόγια του Λάκυ εύκολα ανιχνεύει κανείς μια νύξη για την κοινή μοίρα των άστεγων και των στεγασμένων. «Ο Σεβαστιανός είμαι εγώ», λέει ένας από τους ήρωες του βιβλίου. Αυτή η βαθιά και συνειδητή αποδοχή του άλλου - του ανοίκειου, του απόβλητου, του ξένου - είναι ένα πολύτιμο κλειδί για την είσοδό μας στον κόσμο της Καινούργιας μέρας.