ΕΡ. Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε;
ΑΠ. Εμφανίστηκα στα γράμματα το 1953 με τη δημοσίευση διηγημάτων μου στον τοπικό τύπο. Έγραφα από μαθητής. Το 1955 εξέδωσα τη νουβέλα «Μιντόρι», η οποία, παράλληλα μ’ έναν ενδιαφέροντα μύθο, αναφέρεται στις εμπειρίες και εντυπώσεις μου από τη Χιροσίμα, που την επισκέφθηκα το 1952 με νωπά ακόμη τα σημάδια της πυρηνικής καταστροφής κάνοντας χρήση μιας πενθήμερης άδειας από την Κορέα, όπου υπηρέτησα στο ελληνικό αεροπορικό σμήνος μεταφορών, που μετείχε στον κορεατικό πόλεμο (για τον οποίο πρόσφατα εξέδωσα και σχετικό βιβλίο), στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών.
ΕΡ. Τι είναι αυτό που σας κάνει να γράφετε και να εμπνέεστε; Μήπως η γραφή είναι ένα ασίγαστο πάθος;
ΑΠ. Όπως το λέτε, η γραφή είναι πάθος. Γράψιμο λογοτεχνικό ή οτιδήποτε άλλο, ακόμα και επιστημονικό, χωρίς πάθος, δηλαδή γράψιμο για το γράψιμο, για κάποια δημοσιότητα, δεν έχει κατά την άποψή μου νόημα. Εγώ, στα διηγήματά μου παίρνω συνήθως αφορμή από πραγματικά γεγονότα και με έμμεσο τρόπο επισημαίνω καταστάσεις και συμβάντα της καθημερινής ζωής, που για τους άλλους ίσως περνούν απαρατήρητα.
ΕΡ. Πριν από λίγους μήνες εκδόθηκε το βιβλίο «Οι οικοδεσπότες του Αχιλλείου», από την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών. Ποιος ήταν ο λόγος που το γράψατε;
ΑΠ. Από τη δεκαετία του ’50, που είχα κάνει την πρώτη μου επίσκεψη στο ανάκτορο, και πιο συγκεκριμένα με αφορμή μια σειρά εκπομπών για το ραδιόφωνο, σχετικά με θρύλους και παραδόσεις της Κέρκυρας. Οι οικοδεσπότες του Αχιλλείου με απασχολούσαν πολλά χρόνια. Το θέμα είναι τόσο πολύ ενδιαφέρον, που μ’ έκανε ν’ αναζητήσω τη σχετική βιβλιογραφία και να δώσω μια συνοπτική εικόνα των πρωταγωνιστών και των γεγονότων που συνδέονται με το Αχίλλειο, ώσπου ήλθε το πλήρωμα του χρόνου να εκδοθεί αυτό το βιβλίο. Προσπάθησα να εμβαθύνω περισσότερο στους οικοδεσπότες, στους ανθρώπους που το ανέδειξαν, αρχικά στην αυτοκράτειρα της Αυστρίας Ελισάβετ (Ευγενία-Αμαλία, 1837-1898), γνωστή και με το υποκοριστικό Σίσσυ, φίλη της Ελλάδας και θαυμάστρια της ελληνικής αρχαιότητας, που έκτισε το ανάκτορο, και εν συνεχεία με τον κατοπινό ιδιοκτήτη του Αχιλλείου, τον Γουλιέλμο Β΄ (1859-1941, βασιλιά της Πρωσσίας και τελευταίο κάιζερ της Γερμανίας. Την Ελισάβετ την συνδύασα αρκετά στην αφήγησή μου με τον ποιητή Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, που την συντρόφευσε μεγάλο διάστημα, ενώ τον Γουλιέλμο Β΄ με τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Κέρκυρα, για τις οποίες είχε ενδιαφερθεί πολύ.
ΕΡ. Πώς ξεκίνησε η αγάπη της αυτοκράτειρας Ελισάβετ για την Κέρκυρα;
ΑΠ. Η σχέση της Ελισάβετ με την Κέρκυρα, ξεκινάει στις 27 Ιουνίου του 1861, όταν φθάνει για πρώτη φορά στο νησί με τον πατέρα της, με αυστριακό πολεμικό που έφερε το όνομά της. Ο άγγλος αρμοστής Στορξ θέτει στη διάθεσή της τα ανάκτορα της πόλης και την έπαυλη του Μον Ρεπό, την οποία και επέλεξε για τη διαμονή της. Συχνά έκανε περιπάτους από το Μον Ρεπό στο Κανόνι. Σε μια από τις επισκέψεις της στην εξοχή, με το αμάξι της, έφθασε στο Γαστούρι και περνώντας έξω από το αγρόκτημα και την έπαυλη του Πέτρου Βράιλα-Αρμένη ζήτησε να το επισκεφθεί. Τόσο δε εντυπωσιάστηκε από την πανοραμική τοποθεσία και τη γαλήνη που το περιέβαλλε, που από τότε είχε κάνει τη σκέψη κάποτε να το αποκτήσει. Τριάντα χρόνια αργότερα το όνειρό της πραγματοποιήθηκε χτίζοντας σε αυτό το αγρόκτημα το Αχίλλειό της.
ΕΡ. Τι σήμαινε το χτίσιμο του «Αχίλλειου» για την κερκυραϊκή κοινωνία;
ΑΠ. Με το Αχίλλειο ευνοείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες η τουριστική πορεία του νησιού. Βοήθησε και βοηθά στην οικονομία του τόπου, κατά ποικίλους τρόπους: υπαλληλικό προσωπικό, ξεναγοί, συγκοινωνία, τουριστικές προσφορές και διοργάνωση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, δεξιώσεων κ.α… Χιλιάδες άνθρωποι επισκέπτονται τώρα κάθε χρόνο το Αχίλλειο, και διοργανώνονται επί τούτου εκδρομές, κρουαζιέρες κ.λπ. Στην εποχή του το Αχίλλειο έφερε στην κερκυραϊκή κοινωνία πολιτιστικά στοιχεία, που αφομοιώθηκαν και αποτελούν σήμερα πολύτιμα δεδομένα του τοπικού πολιτισμού. Να σημειωθεί ότι η επισκεψιμότητα του Αχιλλείου κατατάσσεται τρίτη κατά σειρά, μετά την Ακρόπολη καιν την Κνωσσό.
ΕΡ. Ποια ήταν η ιστορική εξέλιξη του κτιρίου μετά από το θάνατο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ;
ΑΠ. Όπως προαναφέραμε, δεύτερος οικοδεσπότης ήταν ο Γουλιέλμος Β΄, ο οποίος το ανακαίνισε, προσδίδοντάς του μεγάλη αίγλη με τις προσωπικότητες που φιλοξενούσε: πολιτικούς, καλλιτέχνες, διανοούμενους κ.ά. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η ιδιοκτησία του ανακτόρου πέρασε στο ελληνικό δημόσιο κι εγκαταλείφθηκε, μέχρι που το 1962 αποφασίστηκε παραχώρησή του για μια εικοσαετία σε δυτικογερμανική τότε εταιρεία για να λειτουργήσει ως Καζίνο, όπως και έγινε. Κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο είχε χρησιμοποιηθεί και σαν στρατιωτικό νοσοκομείο. Το Καζίνο ως ΑΕ λειτούργησε με κάποιες μικροδιακοπές έως το 1981 και η επαναλειτουργία του, υπό τη διεύθυνση του ΕΟΤ, ξεκίνησε το 1984. Σήμερα το Αχίλλειο ανήκει στην Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου και λειτουργεί ως Μουσείο, με εκπληκτικά εκθέματα.
ΕΡ. Γιατί ακόμη και σήμερα το «Αχίλλειο» προκαλεί δέος;
ΑΠ. Το Αχίλλειο προκαλεί δέος, τόσο ιστορικά ή αρχιτεκτονικά ή με τα ενθυμήματα των αρχικών ιδιοκτητών του, που έχουν διασωθεί και εκτίθενται εντός του, όσο και επειδή εκεί η φαντασία είναι ελεύθερη να καλπάσει, το παραμύθι ενώνεται με την πραγματικότητα κι η αλήθεια γίνεται ένα με τον θρύλο.
ΕΡ. Μένετε στην επαρχία. Νομίζετε ότι το έργο των συγγραφέων που μένουν στην περιφέρεια δεν έχει ευρύτερη προβολή και αποδοχή από ότι αν έμεναν στα μεγάλα αστικά κέντρα;
ΑΠ. Είναι νομίζω σαφές αυτό. Κάποιες εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Μιλάω κυρίως για προβολή, όχι για αξία.
ΕΡ. Ποια είναι η πνευματική κίνηση στην πόλη της Κέρκυρας;
ΑΠ. Η Κέρκυρα έχει αξιόλογη πνευματική κίνηση, πάντα είχε. Η Επτανησιακή Σχολή, που φυλλορρόησε μετά τον πόλεμο, δίνει ακόμη καρπούς στους νέους συγγραφείς, με τα μέσα φυσικά της εποχής μας. Πολλοί φορείς καλλιεργούν τα γράμματα, παράλληλα με άλλα καλλιτεχνικά αντικείμενα, αλλά δύο είναι οι ιστορικοί φορείς των γραμμάτων σήμερα, η Αναγνωστική Εταιρία Κερκύρας, το αρχαιότερο ελληνικό πνευματικό ίδρυμα, και η Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών (Μουσείο Σολωμού). Κυκλοφορεί επίσης 40 χρόνια ανελλιπώς και το λογοτεχνικό περιοδικό «Πόρφυρας», πανελλήνιας εμβέλειας, του οποίου είμαι συνεργάτης.
ΕΡ. Σήμερα βλέπουμε πολλούς νέους συγγραφείς να εκδίδουν μυθιστορήματα και ποιήματα. Όλες αυτές οι εκδόσεις βοηθούν να αναδειχτούν νέοι συγγραφείς και να ακουστούν νέες ιδέες;
ΑΠ. Νομίζω ναι, πολύ. Ωστόσο, η ευκολία μιας έκδοσης θέτει στη δημοσιότητα κάποτε και κακά γραψίματα.
ΕΡ. Τι άλλο γράφετε την περίοδο αυτή; Και με τι άλλο ασχολείστε;
ΑΠ. Ασχολούμαι με την πεζογραφία και με την ιστοριοδιφική έρευνα. Είπαμε, το γράψιμο είναι πάθος. Έχω εκδώσει μια νουβέλα, τέσσερις συλλογές διηγημάτων και πολλά άλλα βιβλία, ιστορικού κυρίως ενδιαφέροντος, κυρίως σχετικά με την Κέρκυρα και γενικότερα με τα Επτάνησα.
ΕΡ. Ασχολείστε με το διαδίκτυο; Ποια είναι η γνώμη σας για τα ηλεκτρονικά περιοδικά;
ΑΠ. Δεν ασχολούμαι με το διαδίκτυο, μάλλον λόγω ηλικίας, εξακολουθώ να γράφω στο χέρι ή να πληκτρολογώ στη γραφομηχανή. Κατόπιν αυτού, δεν έχω προσωπική γνώμη για τα ηλεκτρονικά περιοδικά, εκτός από ό,τι ακούω. Θεωρείστε με «κλασσικόν», αγαπώ το εκτυπωμένο χαρτί, σε βιβλία ή σε περιοδικά.
ΕΡ. Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες μας;
ΑΠ. Θα τους έλεγα να συμπαραστέκονται στους συγγραφείς, ιδίως στους νέους, αλλά και στους ίδιους τους συγγραφείς θα έλεγα να διαβάζουν τους άλλους ομοτέχνους. Ακούω, ίσως με μια δόση υπερβολής, ότι περισσότεροι σήμερα γράφουν από εκείνους που διαβάζουν τους συγχρόνους τους.