Αναρτήθηκε στις:11-04-25 16:36

Αγοράζουν ακίνητο για επένδυση και όχι για κατοικία


Ολο και περισσότεροι είναι εκείνοι που ενδιαφέρονται να αποκτήσουν ένα ακίνητο, όχι για την κάλυψη των αναγκών τους, αλλά με στόχο την εκμετάλλευση. Παρότι το ύψος ενός μέσου ενοικίου πλησιάζει την αντίστοιχη δόση ενός στεγαστικού δανείου, η δυσκολία πρόσβασης στην αγορά κατοικίας λόγω των υψηλών τιμών πώλησης παραμένει. Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την πανελλαδική έρευνα που πραγματοποίησε η Focus Bari για λογαριασμό του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών – Αττικής και παρουσιάστηκε χθες στο πλαίσιο συνεδρίου για τις εξελίξεις στην αγορά ακινήτων.

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, σύμφωνα με την έρευνα, το 18% των ερωτηθέντων εκδήλωσε ενδιαφέρον για την απόκτηση κατοικίας εντός των επόμενων δύο ετών. Ωστόσο το 50% αυτών έχουν αμιγώς επενδυτικό προσανατολισμό, ενώ οι υπόλοιποι θέλουν να αγοράσουν για ιδία χρήση. Από την έρευνα προκύπτει, επίσης, ότι η μέση δόση ενός στεγαστικού δανείου διαμορφώνεται σήμερα σε 488 ευρώ, ενώ το μέσο μηνιαίο ενοίκιο σε 440 ευρώ.

Συγκεκριμένα, το 70% καταβάλλει ενοίκιο έως 600 ευρώ, με το 39% να πληρώνει ποσά από 400 έως 600 ευρώ και το υπόλοιπο 36% από 200 έως 400 ευρώ. Σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, οι παράγοντες που αυξάνουν τα ενοίκια, κατά σειρά ιεράρχησης, θεωρούνται ο πληθωρισμός και το υψηλό κόστος διαβίωσης, η βραχυχρόνια μίσθωση, η διαθεσιμότητα ακινήτων, οι ελλιπείς ρυθμίσεις της πολιτείας, οι φορολογικές υποχρεώσεις, το ύψος του μέσου εισοδήματος και η ζήτηση από τους ξένους επενδυτές. Παράλληλα, το 84% του κοινού συμφωνεί (πολύ ή αρκετά) με την άποψη ότι οι τιμές των ενοικίων είναι πολύ υψηλές, σε σχέση με τα εισοδήματα. Ωστόσο μόλις το 22% συμφωνεί με την καθολική απαγόρευση της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Αντιθέτως, το 35% διαφωνεί και το 36% εκφράζει ουδέτερη άποψη (ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί).

Με βάση τη σχετική ανάλυση που περιλαμβάνεται στην έρευνα, «παρατηρείται μια διακριτή μετατόπιση της αντίληψης για το ακίνητο ως επενδυτικό εργαλείο, κυρίως μέσω της εκμετάλλευσής του για μισθώσεις – είτε μακροχρόνιες είτε βραχυχρόνιες. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι μόνο αποτέλεσμα επιχειρηματικής νοοτροπίας, αλλά και αντίδραση στις περιορισμένες αποδόσεις άλλων μορφών επένδυσης. Η επένδυση σε ακίνητο αξιολογείται πλέον ως μέσης επικινδυνότητας, αλλά με σημαντικά θετικές προσδοκίες για υπεραξία τα επόμενα χρόνια. Αυτή η στροφή ωστόσο προς τον επενδυτικό χαρακτήρα των ακινήτων έχει φέρει σοβαρές κοινωνικές συνέπειες, με βασικότερη την εκτίναξη του κόστους στέγασης». Σύμφωνα με την έρευνα, το 52% θεωρεί ότι τα ακίνητα αποτελούν μία από τις καλύτερες επενδύσεις που μπορεί να κάνει κάποιος, ενώ σχεδόν έξι στους 10 (58%) εκτιμούν ότι η επένδυση σε ακίνητα που αξιοποιείται μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης, είναι μία καλή επένδυση.

Εν τω μεταξύ, ένας στους τρεις ιδιοκτήτες ακινήτων (33%) δηλώνει ότι εισπράττει εισόδημα από την ακίνητη περιουσία του, κυρίως μέσω μακροχρόνιων μισθώσεων, ενώ μόνο το 3% των ιδιοκτητών λαμβάνει μισθώματα από περισσότερες από μία πηγές μίσθωσης ακινήτων. Ωστόσο το μέσο ετήσιο εισόδημα δεν ξεπερνάει τις 10.000 ευρώ (9.772 ευρώ) για το 70% των ιδιοκτητών. Μάλιστα σχεδόν οι μισοί, ή 45%, εισπράττουν έως 5.000 ευρώ ετησίως και μόνο 18% πάνω από 10.000 ευρώ.

Οπως αναφέρεται στην έρευνα, το γεγονός ότι οι δόσεις στεγαστικών δανείων και τα ενοίκια κυμαίνονται σε παρόμοια επίπεδα, ενώ παράλληλα τα εισοδήματα μένουν σταθερά ή μειώνονται, προκαλεί δυσχέρεια πρόσβασης σε αξιοπρεπή κατοικία, ιδιαίτερα για τους νέους και τα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Η ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης, αν και επένδυση υψηλής απόδοσης για πολλούς ιδιοκτήτες, φαίνεται να επιβαρύνει σημαντικά το απόθεμα κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση και οδηγεί σε ανισορροπία στην αγορά, ενισχύοντας τον κοινωνικό προβληματισμό. Παράλληλα, η χαμηλή οικοδομική δραστηριότητα της τελευταίας δεκαετίας έχει δημιουργήσει ένα τοπίο με περιορισμένη προσφορά νεόδμητων ακινήτων, εντείνοντας τις πιέσεις τιμών και αναγκάζοντας την αγορά να στραφεί σε ανακαινίσεις υφιστάμενων κτιρίων. Η δυναμική αυτή ενισχύεται από επενδυτές που, βλέποντας την αυξανόμενη ζήτηση, στοχεύουν στην αναβάθμιση παλαιότερων ακινήτων με στόχο υψηλότερες αποδόσεις.

Αναφορικά με το καθεστώς της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, το 68% δηλώνει ότι διαθέτει ακίνητο, με το 53% να αναφέρει ότι έχει κύρια κατοικία στο όνομά του, ενώ ένα 20% διαθέτει πατρικό ή εξοχικό σπίτι. Περίπου ένας στους τέσσερις έχει στην ιδιοκτησία του δύο ακίνητα, ενώ το 21% διαθέτει τρία ή και παραπάνω ακίνητα.

Σύμφωνα με την ανάλυση, «η πολιτεία καλείται να λάβει μέτρα για την εξισορρόπηση της ανάγκης για ενίσχυση της οικοδομικής και επενδυτικής δραστηριότητας αλλά και της προστασίας του δικαιώματος του πληθυσμού στην προσιτή κατοικία. Οι πολίτες δείχνουν θετικοί σε πολιτικές που ενεργοποιούν ανεκμετάλλευτα ακίνητα, ενώ διατηρούν επιφυλάξεις απέναντι σε απόλυτες παρεμβάσεις όπως η απαγόρευση της βραχυχρόνιας μίσθωσης».

moneyreview.gr


img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ