Η ρύθμιση, ειδικότερα, προβλέπει έως 240 δόσεις για τα χρέη προς την Εφορία και τον ΕΦΚΑ και έως 420 δόσεις υπό προϋποθέσεις για εξασφαλισμένα δάνεια φυσικών προσώπων. Προβλέπει ακόμα και κούρεμα χρεών προς τις τράπεζες που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο του 80% του κεφαλαίου ενώ το κούρεμα προς το Δημόσιο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 95% για τα πρόστιμα, 85% για προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής και 75% για το κεφάλαιο. Δεν γίνεται καθόλου κούρεμα κεφαλαίου σε παρακρατούμενους φόρους όπως ΦΠΑ και Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών. Στη διαδικασία θα μπορούν να ενταχθούν και οφειλές που δεν είναι ακόμη σε καθυστέρηση, εφόσον οι οφειλέτες δυσκολεύονται αποδεδειγμένα να τις εξοφλήσουν και υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποστεί μείωση των εισοδημάτων τους κατά 20% τουλάχιστον. Προϋπόθεση είναι οι οφειλές αυτές να υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ και να μην οφείλονται σε έναν και μόνο φορέα κατά 90%, αλλά τουλάχιστον προς δύο πιστωτές. Με τη ρύθμιση επιτυγχάνονται:
Αναστολή των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως διαταγές πληρωμής, κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, καθώς και δεσμεύσεις και πλειστηριασμοί στην κινητή και ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της 1ης κατοικίας, καθώς και της επαγγελματικής στέγης.
Αποπληρωμή των οφειλών προς το Δημόσιο (ΑΑΔΕ, ΟΤΑ κ.λπ.) και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ, ΚΕΑΟ κ.λπ.) σε χρονικό διάστημα έως 20 ετών.
Διαγραφή μέρους της οφειλής, υπό τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που καθορίζονται από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο.
Προς τις προσφερόμενες ενισχύσεις, προτιμώντας τα εργαλεία εκείνα που προσέφεραν άμεση ρευστότητα, στράφηκε η μεγάλη πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι πρωτοφανείς συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία. Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, το 46% των ΜμΕ επέλεξε έναν συνδυασμό των μέτρων από αυτά που είχαν διαθέσιμα (αναστολή συμβάσεων εργασίας, επιστρεπτέα προκαταβολή και τραπεζικό δανεισμό με ευνοϊκούς όρους), ενώ 30% των ΜμΕ έκανε χρήση ενός μόνο μέτρου προκειμένου να αντλήσει ρευστότητα. Το 8% των ΜμΕ προτίμησε άλλου είδους μέτρα αναστολής πληρωμών. Αθροιστικά τα μέτρα στήριξης κάλυψαν το 84% του τομέα των ΜμΕ (έναντι 80% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ). Η προτίμηση των ΜμΕ ως προς τον τρόπο άντλησης ρευστότητας εμφανίζει αποκλίσεις ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης, με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να προτιμούν την επιστρεπτέα προκαταβολή και τις μεσαίες τον δανεισμό με ευνοϊκούς όρους. Η ευρεία χρήση των μέτρων αποτέλεσε πολύτιμη ενίσχυση για τη μεγάλη πλειονότητα των ΜμΕ. Αναλυτικότερα, βάσει της έρευνας της ΕΤΕ, το 52% του τομέα κατάφερε μέσω των μέτρων να εξασφαλίσει επαρκή ρευστότητα προκειμένου να συνεχίσει τη λειτουργία του.