Ο Επιθεωρητής είναι ένα σπουδαίο σατιρικό έργο του Νικολάι Γκόγκολ που, αν και γράφτηκε τον 19ο αιώνα, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο. Ο Γκόγκολ χρησιμοποιεί το χιούμορ, την υπερβολή και τη σάτιρα για να αποκαλύψει τις αδυναμίες μιας κοινωνίας, τη διαφθορά, την απληστία, τον φόβο απέναντι στην εξουσία.
Η πρόθεσή μας με αυτή την επιλογή ήταν να φωτίσουμε, χωρίς διδακτισμό αλλά με ειλικρίνεια και θεατρικότητα, την παθογένεια μιας κοινωνίας που λειτουργεί με υποκρισία, φόβο και προσωπικά συμφέροντα. Να αναδείξουμε έναν κόσμο όπου οι αποφάσεις δεν καθοδηγούνται πάντα από την ηθική ή το κοινό καλό, αλλά αρκετές φορές από την ανάγκη να προστατεύσει κανείς τον εαυτό του ή τη θέση του, έστω κι αν αυτό γίνεται εις βάρος της αλήθειας.
Στόχος της παράστασης είναι να κοιταχτούμε λίγο πιο ειλικρινά, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Δεν παίζουμε ένα έργο για «κάποιους άλλους». Παίζουμε για εμάς. Για τη μικρή κοινωνία, για τα ανθρώπινα λάθη και τις μικρές υπερβολές της καθημερινότητας. Είναι μια κωμωδία, ναι, αλλά πίσω από το γέλιο κρύβεται μια πικρή αλήθεια, κι εκεί ακριβώς είναι και η δύναμή της.
Η σάτιρα του Γκόγκολ δεν χρειάζεται ιδιαίτερη «προσαρμογή» για να λειτουργήσει σήμερα. Σχεδόν μας προλαβαίνει. Το μόνο που κάναμε ήταν να τη φέρουμε λίγο πιο κοντά στον σύγχρονο θεατή, κυρίως μέσα από τη σκηνική γλώσσα, τον ρυθμό και τις συμπεριφορές των ρόλων. Η ουσία όμως έμεινε άθικτη, γιατί αυτή δυστυχώς δεν έχει αλλάξει πολύ.
Η ίδια η επιλογή του έργου είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια δήλωση. Ο Επιθεωρητής κουβαλάει μέσα του μια κοινωνική και πολιτική ματιά που δεν χρειάζεται να προστεθεί, υπάρχει ήδη από τον Γκόγκολ. Εμείς δεν θελήσαμε να το φορτώσουμε με επιπλέον σύγχρονα σχόλια ή «καταγγελίες». Θέλαμε το κοινό να δει καθαρά αυτό που περιγράφει το έργο και να κάνει, αν θέλει, τη σύνδεση με τη σημερινή πραγματικότητα.
Το έργο είναι βαθιά πολιτικό, όχι με την έννοια του κομματικού, αλλά ως μια σάτιρα της εξουσίας, του τρόπου που αυτή ασκείται, και της στάσης των ανθρώπων απέναντί της. Μας μιλάει για τη διαφθορά, για τον φόβο του ελέγχου, για την αγωνία να μη χάσει κανείς τη θέση του ή την «καλή εικόνα» του. Αυτά δεν είναι μακρινά θέματα αλλά τα συναντάμε στην καθημερινότητά μας, σε κάθε επίπεδο, από τις πιο μικρές σχέσεις μέχρι τη λειτουργία της πολιτείας.
Φυσικά, ο θεατής έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. Κάποιοι μπορεί να γελάσουν απλώς με την κατάσταση, άλλοι να σκεφτούν πιο βαθιά τι σημαίνει να ζεις σε μια κοινωνία που λειτουργεί με ψευδαισθήσεις και προσχήματα. Το θέατρο δεν είναι για να δώσει απαντήσεις, αλλά για να ανοίξει ερωτήματα. Κι αυτό για μένα είναι από μόνο του μια πράξη πολιτική.
Η λογοκρισία σήμερα δεν έχει εξαφανιστεί, έχει απλώς εξευγενιστεί. Δεν είναι πια ορατή, δεν έρχεται με διαταγές ή απαγορεύσεις. Είναι πιο εσωτερική. Πολύ συχνά λογοκρίνουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας, για να κρατήσουμε μια εικόνα που θεωρείται αποδεκτή. Αυτό ισχύει στην τέχνη, αλλά και στην καθημερινή ζωή.
Ζούμε σε μια εποχή που όλα λέγονται ανοιχτά αλλά και πολλά αποσιωπούνται. Υπάρχει μια κοινωνική πίεση να είσαι «σωστός», «ουδέτερος», «παραγωγικός». Μια νέα μορφή λογοκρισίας που κρύβεται πίσω από το πρόσχημα της ευγένειας, της ισορροπίας ή ακόμα και του «σωστού λόγου». Το αποτέλεσμα είναι να χάνονται συχνά η αλήθεια και η τόλμη της έκφρασης.
Στο θέατρο, αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα. Προσπαθούμε να λέμε πράγματα που πονάνε, χωρίς όμως να γινόμαστε προκλητικοί μόνο για το θεαθήναι. Η σάτιρα του Επιθεωρητή είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα. Δηλαδή, δεν χρειάζεται να φωνάξει για να πει κάτι αιχμηρό. Η ουσία περνάει μέσα από το χιούμορ, και ίσως γι’ αυτό να αγγίζει ακόμα πιο βαθιά.
Αν έρθει ένας επιθεωρητής σήμερα στην ελληνική επαρχία, πιστεύω ότι θα βρει πολλές από τις ίδιες παθογένειες που περιγράφει ο Γκόγκολ, ακόμα και αν δεν το βλέπουμε πάντα ανοιχτά. Θα δει ανθρώπους που προσπαθούν να διατηρήσουν τις καλές τους σχέσεις με την εξουσία, να βρουν “εύκολες” λύσεις για να προχωρήσουν, και να κρύβουν τις αδυναμίες τους πίσω από τη δημόσια εικόνα.
Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι σήμερα τα «αδύνατα» σημεία της κοινωνίας είναι πιο δύσκολο να κρυφτούν. Η τεχνολογία, τα μέσα ενημέρωσης και η δημόσια έκθεση μας κάνουν να εκτίθεται πιο εύκολα. Παρ’ όλα αυτά, το παιχνίδι της «εξουσίας» είναι ακόμα ζωντανό, απλώς πλέον έχει γίνει πιο εκλεπτυσμένο.
Ενδεχομένως, ο επιθεωρητής να μην χρειαστεί να ανακαλύψει κάτι άγνωστο, καθώς οι περισσότεροι γνωρίζουν ήδη πώς λειτουργούν τα πράγματα. Εκείνο όμως που ίσως τον εκπλήξει είναι η επιμονή ορισμένων συμπεριφορών και η ικανότητα των ανθρώπων να προσαρμόζονται για να επιβιώσουν στο εκάστοτε σύστημα.
Στο τέλος, όπως και στον Επιθεωρητή, το μεγαλύτερο ερώτημα είναι αν εμείς οι ίδιοι είμαστε έτοιμοι να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα.
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ: 8, 9, 10, 11 & 15, 16, 17, 18 Μαΐου 2025.