Σε περίπτωση μεγάλων οικονομικών δυσχερειών, όπως μια πανδημία, προβλέπεται η δυνατότητα ο μηχανισμός να παρεκκλίνει από τον αυτόματο μαθηματικό τύπο και ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται, μέσω διαβούλευσης. Ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, ο κατώτατος μισθός δεν θα μπορεί να μειώνεται.
Επιπλέον, η αύξηση του κατώτατου μισθού συνοδεύεται από μείωση του μη μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις, μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, δίνοντας κίνητρα για επενδύσεις και προσλήψεις. Σημειώνεται, ότι από 1/1/2025 ισχύει η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα (0,5% για τους εργοδότες και 0,5% για τους εργαζόμενους).
Το ποσοστό της ετήσιας αύξησης του κατώτατου μισθού θα είναι το άθροισμα αφενός του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή, ειδικά για τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής, και αφετέρου του μισού του ετήσιου ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Με απλά λόγια, θα λαμβάνεται υπόψη η ακρίβεια για τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής και η αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Ο κατώτατος μισθός που θα διαμορφώνεται μέσω αυτού του συστήματος δεν ΘΑ μπορεί να μειωθεί, διασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων.
Ο μαθηματικός τύπος για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού έχει ως βάση το γαλλικό μοντέλο και λαμβάνει υπόψη αντικειμενικά και διαφανή οικονομικά στοιχεία, ενώ και άλλες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία, εφαρμόζουν παρόμοια συστήματα.
Οι σχετικοί δείκτες θα υπολογίζονται από την ΕΛΣΤΑΤ, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στο σύστημα.
Ο μέσος μισθός το 2027 μπορεί να ξεπεράσει και τα 1.500 ευρώ, όπως έχει αναφέρει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Το 2019, ο μέσος μισθός ήταν 1.036 ευρώ, ενώ, σήμερα, έχει ανέλθει στα 1.252 ευρώ. Στις θέσεις πλήρους απασχόλησης, ο μέσος μισθός είναι ήδη πάνω από τα 1.430 ευρώ.