Στην περίπτωσή μου, κόμπο-κόμπο: Η καθεμιά απ’ τις συνιστώσες και τα περιστατικά ενός βιβλίου, έγιναν κατά το παρελθόν αντικείμενα επίκαιρων τότε ειδικών μελετών καθεαυτά. Παρουσιάσθηκαν, συζητήθηκαν, μιά ή και περισσότερες φορές – και αρχειοθετήθηκαν, μέχρις ότου η έκτασή-τους να μπορεί να τους δώσει την ευκαιρία να ξανασυζητηθούν. Είτε μέχρι μια νέα σημαντική αφορμή να προκαλέσει μιαν ενδεχόμενη ανανέωση της σημασίας τους.
Πράγματι, «αφορμή» ήταν τα πρώτα μαθήματα τα οποία έδωσα για το ίδιο θέμα στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράμματος «Μάθησις» (του γνωστού εξαιρετικού ανοικτού διαδικτυακού μαθήματος). Είχε όμως προστεθεί και η επιθυμία-μου να δημοσιοποιήσω την απελπισία-μου για το γεγονός ότι, σαράντα χρόνια τώρα, μας έχει επιβληθεί ένα τελείως ανεπιστημονικό και αντιεκπαιδευτικό τονικό σύστημα: να γράφομε «έχε κατά νουν» – αλλά να διαβάζομε «έχε κατανούν» – σχιζοτονία!
Κυριολεκτικότατα. Δεν πρόκειται δηλαδή για θεωρίες αλλά για ζητήματα της καθημερινότητας ΟΛΩΝ μας. Αυτό φαίνεται ίσως και απ’ τους τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου: Χρήσεις, Κοινωνιογλωσσικά, Ιστοριογλωσσικά, Ορολογία, Κανονιστικά κείμενα, Γλωσσοσυρμοί, Αρχιτεκτονική της σελίδας…
Δεν θυμάμαι ακριβώς. Ξέρω όμως πως είχα μανία να μάθω να γράφω από 4-5 χρονών. Ενώ 12-ετής πλέον, «μετέφραζα» στη δημοτική όλες τις οδηγίες του Γεωπόνου πατέρα-μου προς τους καλλιεργητές – που τις έγραφε στην καθαρεύουσα (το μόνο ιδίωμα στο οποίο είχε λάβει την εκπαίδευσή του).
Στην αρχή, ο ίδιος ο πατέρας-μου με την αγαπητική επιμονή-του να γράφω περιγραφικά κείμενα σε θέματα που μου έβαζε σάν «ασκήσεις», τον καιρό του Πολέμου (με την ανεπαρκή φοίτηση στα σχολεία μας). Κι ύστερα, ο φωτισμένος καθηγητής του οκταταξίου Γυμνασίου των Μεγάρων Μελέτιος Μπεναρδής, ο οποίος τον καιρό της Κατοχής ερχόταν δωρεάν στο σπίτι για να μου κάνει μαθήματα Αρχαίων Ελληνικών. Κυριολεκτικά αείμνηστος…
Άς αποσαφηνίσομε πρώτα τον όρο «παρεμβάσεις»: Εν προκειμένω, δέν νοείται ως «επέμβαση σε υπόθεση άλλων», διότι απλούστατα η Γλώσσα είναι υπόθεση Όλων. Το κύρος βέβαια της «κατάθεσης απόψεων» θα εξαρτηθεί απ’ τη σημασία αυτών των απόψεων. Κι όσο περισσότερο έχεις «σπουδάσει» τα σχετικά ζητήματα, τόσο καλύτερα. Όπου, με τη σειρά του, το «σπουδάζω» δεν σημαίνει μόνο παρακολούθηση συγκεκριμένου κύκλου πανεπιστημιακών μαθημάτων, αλλά (όπως μας εξηγούν τα Λεξικά) «παρατηρώ, μελετώ και αποκτώ συντωχρόνω πείρα και γνώσεις» σε ένα αντικείμενο. Εδώ όμως χρειάζεται και μια άλλη διευκρίνιση: Πίσω από πλήθος γλωσσικών φαινομένων, υπόκεινται ψυχολογικές ατομικές στάσεις και κοινωνικά φαινόμενα. Ο σχολιασμός αυτής της κατηγορίας γλωσσικών φαινομένων, δεν συνιστά κατεξοχήν «γλωσσικές» παρεμβάσεις. Αφήνω που κατά τη σύνταξη κανονιστικών κειμένων γλωσσικού ενδιαφέροντος, τα αξιολογικής κατηγορίας ζητήματα απαιτούν τη συμμετοχή των Χρηστών της γλώσσας στις αποφάσεις.
Όλα τα ανθρώπινα φαινόμενα υπόκεινται στις (εντός Ιστορίας) χρονικές και κοινωνικές επιδράσεις. Το ίδιο κι οι έννοιες (που συμβολίζονται με λέξεις) μπορεί να μεταβάλλονται ως προς τη σημασία τους – «παρασύροντας» έτσι και τις αντίστοιχες λέξεις στις μεταβολές τους.
Είναι όντως ωραίο, άν το νιώθουμε πως είναι ωραίο. Στέκεσαι λ.χ. σε μιά λέξη ή μιά φράση, και κάνεις όσα «μακροβούτια» βούλεσαι: Στο βάθος της ετυμολογίας, για να νιώσεις πως δέν φύτρωσες κάτω από λαχανίδα – αλλά έχεις κι εσύ ρίζες βαθιές. Ή, σε πλάτος, για να γνωρίσεις το μέγα πλήθος των συνωνύμων, που σε φέρνουν σε επαφή με διάφορους συρμούς και κοινωνικές ομάδες. Έτσι, η γλώσσα παύει να είναι μια εργαλειακή τσίχλα – και γίνεται μια πολύχρωμη υπαρξιακή ηδονή αφού, μέρα-νύχτα, μιλάς και σκέφτεσαι συνέχεια με τη γλώσσα (όπως με την αναπνοή…).
Τώρα μου θυμίσατε άλλον ένα λόγο για τον οποίο έβγαλα αυτό το βιβλίο. Ήθελα να θυμίσω σ’ όσους γίνεται περισσότερους Συμπολίτες-μου, ότι ο γραπτός λόγος είναι ένας σχεδόν ψόφιος αντίλαλος του πάμπλουτου προφορικού λόγου: Και δέν υπαινίσσομαι τη γλώσσα του σώματος που πάντα συνοδεύει τον προφορικό λόγο. Αλλ’ αναφέρομαι κυρίως στην τεράστια ποικιλία μουσικού τόνου, ηχητικής έντασης, χρονικής διάρκειας και σημασιακών παύσεων του κάθε φωνήεντος στον ζωντανό λόγο. Και δέν μνημόνευσα ακόμα τη «χροιά» (δηλαδή την αξία της συνήχησης των «αρμονικών»). Σκεφθείτε πως όλον τούτον τον εκφραστικό πλούτο, τον γράφομε με ένα και μόνο σύμβολο φωνήεντος! Ευτυχώς, μας έμεινε και η οξεία για να παραστήσει γραπτώς μια φωνητική πραγματικότητα – αλλά το ισχύον σχιζοτονικό σύστημα ούτε αυτήν δεν μας αφήνει να την χρησιμοποιήσουμε γραπτώς εκεί που τονίζουμε προφορικώς. Οι λεγόμενες «προσωδιακές» καμπύλες που περιέχονται στο βιβλίο, θυμίζουν αυτόν τον θησαυρό της προφορικής λαλιάς.
Ορθότατα διδάσκεται. Ο κίνδυνος δέν είναι στενά γλωσσικής κατηγορίας – αλλά ηθικής: Ο ξυπασμένος επαρχιωτισμός του «εντιτόριαλ», του «ίντερνετ» και του «σκανάρω», συνιστούν ουχί εξ ανάγκης φτηνιάρικες μιμήσεις. Ηθολόγος χρειάζεται – όχι γλωσσολόγος.