Αναρτήθηκε στις:12-02-24 14:16

Τα παρασάνταλα του «γάμου ομόφυλων ζευγαριών», οι αντιδράσεις και η κοινωνική, νομική και συνταγματική πραγματικότητα


Του Αντώνη Κολιάτσου



Πραγματικά, η μεγάλη πλειονότητα των από ιδεολογικό-πολιτική και κομματική απόσταση παρατηρούντων τα τελευταία εσωτερικά μας δρώμενα, είναι δύσκολο να καταλάβει την διακομματική πρεμούρα των πολύ περισσότερων Ελλήνων πολιτικών, που τίθενται υπέρ του νομοσχεδίου για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Και ίσως είναι η πρώτη φορά που σχεδόν το σύνολο του πολιτικού συστήματος υποστηρίζει ένα «δικαίωμα» μιας ισχνής κατηγορίας πολιτών, όταν οι πιο πρόσφατες μετρήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν αρκετά μεγάλα ποσοστά συν-ελλήνων να είναι αντίθετοι τόσο με τον επίμαχο γάμο όσο και με την τεκνογονία των ύπανδρων ομόφυλων ζευγαριών. Γιατί, σύμφωνα με την εταιρεία δημοσκοπήσεων MRB, στο θέμα του γάμου οι αντιτιθέμενοι συναποτελούν το 53%, το οποίο στις ηλικίες 45+ φθάνει το 68%. Ενώ στα «αριστερά» κοινωνικά στρώματα οι αντιδράσεις στο γάμο κυμαίνονται από 33%-35% με τάση ανόδου τάση που προσεγγίζει το 47%. Μάλιστα στο ζήτημα της τεκνογονίας ομόφυλων ζευγαριών (σ.σ, δηλαδή της τεκνοθεσίας δια της υιοθεσίας ή με την εγκυμοσύνη της παρένθετης μητέρας) το ποσοστό των αντιθέτων είναι γύρω στο 70%, ενώ μεταξύ των «αριστερών» στην ιδεολογία πολιτών αυτό αγγίζει το 50%.

Ωστόσο είναι ηλίου φαεινότερο ότι τα πιο πάνω ευρήματα καταδεικνύουν ότι κάποιες πολιτισμικές αξίες και ελληνοχριστιανικές πεποιθήσεις που διαμορφώνουν τον τρόπο ζωής των μελών της, είναι βαθιά ριζωμένες στην ελληνική κοινωνία. Και στο βαθμό που η τελευταία ενσωματώνει και κληροδοτούμενες ισχυρές ακόμη οικογενειακές παραδόσεις, είναι ευνόητο γιατί μια τέτοιου είδους μεταρρύθμιση, καθίσταται ανεπίδεκτη πλειοψηφικής αποδοχής. Από την άλλη, το γεγονός για παράδειγμα ότι, στο ερώτημα: «αν θα παρίστασθε σε έναν γάμο ομόφυλου ζευγαριού», απάντησε: «Ναι» το 49,8% και «Όχι» το 44%, είναι αποχρώσα ένδειξη ότι το επίμαχο ν/σ διχάζει την ελληνική κοινωνία.

Από το άλλο μέρος, τουλάχιστον απορία δημιουργεί η απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή, κάπως εσπευσμένα, ένα νομοσχέδιο που προδήλως ερεθίζει στα… ίσια βαθιές πολιτισμικές πτυχές, αντιτίθεται σε ισχυρές θρησκευτικές πεποιθήσεις και δοκιμάζει στερεότυπα των Ελλήνων πολιτών. Πόσω δε μάλλον όταν αφορά σε έναν ολόκληρο κόσμο συντηρητικών πολιτών, οι οποίοι παραδοσιακά αποτελούν τη μεγαλύτερη δεξαμενή άντλησης ψηφοφόρων υπέρ της ΝΔ.

Και αν είναι αλήθεια όπως ισχυρίζονται κάποιοι εσωκομματικοί -και όχι μόνο- άσπονδοι φίλοι του, ότι ο κ. Κ Μητσοτάκης είναι επισπεύδων:

• γιατί πιέζεται αφόρητα: από το ιερατείο των Βρυξελλών, που ανεπιφύλακτα τίθεται υπέρ της πανίσχυρής «ΛΟΑΤΚΙ+ διεθνούς» -της οποίας, σημειωτέον, τα πλοκάμια είναι απλωμένα στα παγκόσμια κέντρα λήψης αποφάσεων

• ή προς εναρμόνιση της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας με την αντίστοιχη κοινοτική (σ.σ, δηλαδή στην διά νόμου διασφάλιση των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών στο γάμο, είτε στην τεκνοθεσία κ.λ.π σε εναρμόνιση με κάποιες δεσμευτικές αποφάσεις του ευρωπαϊκού δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων)

• ή ακόμη γιατί επιχειρεί έναν ακόμη «τακτικισμό» εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου.

Τότε, ο Έλληνας πρωθυπουργός ίσως θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη ότι, με την υπέρ-ψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου, θέτει σε μείζονα συνειδησιακή δοκιμασία, μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας,. αν δεν προκαλεί την ισχυρή αντίδρασή τους. Ενώ, για ορισμένους σοβαρούς αναλυτές των πολιτικών και κοινωνικών μας πραγμάτων, οι «γαλάζοι» βουλευτές--και όχι μόνο-, ιδίως της επαρχίας, θα δυσκολευτούν πολύ στο να δικαιολογήσουν την τυχόν υπεράσπισή του.

Και αυτό, λένε ότι θα συμβεί, όταν κληθούν να αντιμετωπίσουν τις ενστάσεις ενός εν πολλοίς συντηρητικού ακροατηρίου, το οποίο ούτε που θα θέλει να ακούσει «για γάμο ομόφυλων ζευγαριών, που από τη φύση του, αλλοιώνει τα ποιοτικά και αξιακά στοιχεία της οικογένειας». Αλλά και ούτε (θα θέλει να ακούσει): «για το παιδί ομόφυλων συζύγων που δεν θα έχει την ανάγκη μητέρας και πατέρα» ή «για το παιδί που δεν θα εξανθρωπίζεται μέσα από τα μικρά ή μεγάλα «μη», «όχι», «μπράβο» καθώς και με άλλες απαγορεύσεις ή επιβραβεύσεις της οικογενειακής καθημερινής πραγματικότητας» κ.ά. Αναμφίβολα πρόκειται για μια εξέλιξη, λένε, που, εκτός των άλλων, τουλάχιστον στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024, είναι πολύ πιθανό να βλάψει και την ακεραιότητα του 41% της ΝΔ των περυσινών εκλογών.

Από την άλλη στον ισχυρισμό κάποιων θιασωτών της συζητούμενης μεταρρύθμισης «…πως όταν η συζήτηση αφορά ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα δεν χωρούν ιδεολογικές προσεγγίσεις, πλειοψηφικές ή μειοψηφικές απόψεις, αλλά ο απόλυτος σεβασμός σε αυτά τα δικαιώματα από όλους…», κάποιοι άλλοι αντιλέγουν:

«ότι σε μια οργανωμένη και ευνομούμενη Πολιτεία η άσκηση ατομικού δικαιώματος, προϋποθέτει την δυνατότητα ύπαρξής του και συνακόλουθα την μη υπέρβαση κάποιων τιθέμενων ορίων. Επομένως η απόπειρα μιας δίκην επιβολής του (του δικαιώματος) οδηγεί αναπόφευκτα σε διχασμό και εν τέλει στη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού της.

[…] Υπό αυτή την έννοια όταν η φύση απαγορεύει την ύπαρξη του αντικειμένου που αφορά στο επονομαζόμενο δικαίωμα, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για την άσκησή του(του δικαιώματος) και επομένως ούτε για τη δημιουργία νομικού πλαισίου που θα την κατοχυρώνει. (σ.σ, π.χ. αφ’ ης στιγμής ένα ομόφυλο ζευγάρι αδυνατεί να τεκνοποιήσει, ο γάμος του δεν είναι δικαίωμα που η Πολιτεία οφείλει με νόμο να τον εξισώσει με τον γάμο ετερόφυλου ζευγαριού που από την κατά φύση συνεύρεσή του, δυνητικά μπορεί να αποκτήσει παιδί)». Και προσθέτουν: «Πόσω δε μάλλον που, εν προκειμένω, η προβαλλόμενη μεταρρύθμιση αφορά σε μία ισχνή μειονότητα πολιτών, κυρίως της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, που τον διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό των μελών της κάποιοι, αθεράπευτα «δικαιωματιστές», πέρα από την απέναντί της συμπάθεια και ανεκτικότητα της υπόλοιπης ελληνικής κοινωνίας, επιδιώκουν να τον αναγάγουν σε κοινωνικό πρότυπο και εν πολλοίς προνόμιο, παραβλέποντας, ωστόσο, ότι με την καθιέρωσή των τελευταίων εισάγουν καθεστώς διάκρισης στο εσωτερικό της. Εξ’ άλλου σε μια ανθρώπινη κοινωνία όταν το δικαίωμα συμβαίνει να έρχεται σε αντίθεση με την μητέρα φύση, τότε εκ των πραγμάτων την οπισθοδρομεί αντί να την εξελίσσει. Να φανταστεί κανείς για παράδειγμα τι θα συνέβαινε στην ελλαδική κοινωνία αν, στο μέλλον, υπερψηφίζονταν ένα νομοσχέδιο που θα επέτρεπε το γάμο μεταξύ πρώτων εξαδέλφων ή και «αλλάδερφων», επειδή πολλές χώρες του εξωτερικού τον έχουν επιτρέψει…».

Παρά ταύτα κατά γενικότερη εκτίμηση τα όσα θα προηγηθούν και θα ακολουθήσουν την υπέρ-ψήφισή του επίμαχου ν/σ θα συνταράξουν εκ θεμελίων και το, πέραν του νέο-δημοκρατικού, υπόλοιπο πολιτικό σκηνικό. Και τούτο, όπως πρωτύτερα επισημάνθηκε, γιατί η ελληνική κοινωνία είναι στέρεα δομημένη πάνω σε ελληνοχριστιανικές ηθικές αρχές και πολιτισμικές αξίες αιώνων. Ενώ το ότι ο «γάμος» είναι το μόνο μέσο δημιουργίας οικογένειας, για την συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών είναι πεποίθηση με ισχύ μαθηματικού αξιώματος.

Αν και η Ελλάδα ανήκει στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, εν τούτοις τους περισσότερους Έλληνες ελάχιστα έως καθόλου ενδιαφέρει αν 36 χώρες του κόσμου, εκ των οποίων 20 στην Ευρώπη ως προς τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών ή ότι 22 ευρωπαϊκές χώρες και 39 στον κόσμο, ως προς την «τεκνοθεσία», έχουν ήδη κάνει αυτό που σήμερα επιδιώκεται να γίνει στην πατρίδα τους. Δηλαδή, λένε κάποιοι από τους «αντίθετους» αν σε χώρες, οποιεσδήποτε χώρες, με χαλαρά ήθη είναι νομοθετημένες πρακτικές που για παράδειγμα οδηγούν τις κοινωνίες τους σε ζωώδη κατάσταση, θα πρέπει σώνει και καλά η Ελλάδα να ακολουθήσει τον συρμό της παρακμής και της αντίθεσης προς τη φύση; Και, εάν για παράδειγμα: στην Ολλανδία που υπάρχουν πολιτικά κόμματα τα οποία αναγνωρίζουν την παιδοφιλία, ή στην Γερμανία όπου θεωρείται δικαίωμα η αιμομιξία (σ.σ, γάμοι μεταξύ αδελφών)- και μέχρι πρότινος επιτρέπουσα τη λειτουργία οίκων ανοχής με ζώα- ή στις χώρες της ΕΕ Ουγγαρία, Φινλανδία και Ρουμανία στις οποίες η κτηνοβασία, δεν είναι παράνομη, ή στην Πορτογαλία που η χρήση ναρκωτικών είναι ελεύθερη.

Αλίμονο, αν η Ελλάδα προκειμένου να εναρμονιστεί με την Ευρώπη, υιοθετήσει όλα αυτά τα παρασάνταλα περιπίπτοντας στη μαύρη τρύπα της κοινωνικής παρακμιακής και απαξίωσης.

Τους αποκαλούμενους μακαντάσηδες από τον αείμνηστο Χρ. Τριανταφυλλάκη μου θύμισαν οι σημερινοί πονηρούληδες της πολιτικής με τα όσα λένε και κάνουν αναφορικά με «τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών» (σ.σ, μακαντάσηδες ήταν κάποιοι μαθητές του, που αν και κουμπούρες στα μαθηματικά, προσπαθούσαν να τον παραμυθιάσουν παρουσιάζοντας ως δική τους τη λύση της δύσκολης άσκησης, που πρωτύτερα είχαν αντιγράψει από λύτες σαΐνια συμμαθητές τους).

Πραγματικά αν επικεντρωθεί κανείς στην ερμηνεία του όρου «γάμος ομόφυλου ζευγαριού» θα καταλάβει την «μπαμπεσιά» που επιχειρούν οι λογιών υπέρμαχοι του εν λόγω ν/σ: προκειμένου να το καταστήσουν «εύπεπτο» στο …αντιδραστικό ημεδαπό… πόπολο. Γιατί ο πιο πάνω όρος, προφανώς δεν αναφέρεται σε ζευγάρι κατά φύσιν στρέιτ ατόμων, ούτε με τα μέχρι τώρα κοινωνικό-χριστιανικά ισχύοντα τα μέλη του μπορούν να αποτελέσουν μέλη γαμικής σύζευξης. Ως εκ τούτου το επίμαχο νομοσχέδιο δεν τα αφορά και κατά λογική ακολουθία αυτό αναφέρεται σε ζευγάρια της Λ.Ο.Α.Τ.Κ.Ι+ κοινότητας και μόνο. Δηλαδή όλος αυτός ο σαματάς γίνεται για να αποκτήσει η εν λόγω ισχνή μειοψηφική κοινωνική ομάδα το δικαίωμα του άνευ ετέρου (πολιτικού) γάμου των «ομοφυλοφίλων ζευγαριών», υπερβαίνοντας την βιολογική αδυναμία απόκτησης δικών τους παιδιών [σ.σ. τουτέστιν απόκτηση παιδιού: με παρένθετη μητέρα ή δότη σπέρματος. ή από το ένα μέλος του ζευγαριού από ετερόφυλη σχέση και υιοθεσία στη συνέχεια από το άλλο μέλος. ή με κοινή υιοθεσία ξένου (παιδιού)].

Μάλιστα ως βασικό επιχείρημα υπέρ του πιο πάνω δικαιώματος προβάλλεται η ίση μεταχείριση με τα ετερόφυλα ζευγάρια, τα οποία, κατά νόμο, μπορούν και να παντρευτούν, και να αποκτήσουν παιδί με συνεύρεση ή με υπό προϋποθέσεις χρήση παρένθετης μητέρας και υιοθεσία. Εν τω μεταξύ από τις διάφορες πλευρές, υποστηρικτικές των γαμικών επιδιώξεων της ομομοφυλοφιλικής κοινότητας Λ.Ο.Α.Τ.Κ.Ι+, ακούστηκαν και ακούγονται πραγματικά απίστευτες κοτσάνες [σ.σ, π.χ. ότι η άρνηση του γάμου στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια συνιστά δήθεν αντίθεση στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4, παρ 1, 2 του «Σ»), ή ότι ο επίμαχος γάμος, ως δικαίωμα αποδίδεται ελεύθερα και δεν συντρέχει λόγος να τεθεί σε δημοψήφισμα και άλλα τουλάχιστον ελαφρά, που στην τελική από ελάχιστα έως καθόλου είναι βάσιμα.

Ωστόσο ένας πρώτος αντίλογος στα πιο πάνω επιχειρήματα είναι: ότι κατά το ισχύον δίκαιο: ο γάμος, πολιτικός ή θρησκευτικός, συνάπτεται μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου, αλλιώς είναι ανυπόστατος και επομένως δεν έχει έννομες συνέπειες. Κατά τον Άρειο Πάγο ειδικότερα, η διαφορά φύλου αναφέρεται ως στοιχείο της υπόστασης του γάμου. Με αυτό το σκεπτικό, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας ακύρωσε το γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων που είχε γίνει στο νησί της Τήλου, που βασίζεται στον αξεπέραστο ορισμό του (γάμου) από τον Μοδεστίνο (Χερέννιος Μοδεστίνος, ή απλά ο Μοδεστίνος, ήταν δημόσιος υπάλληλος και διάσημος Ρωμαίος νομικός, μαθητής του Ουλπιανού που ήκμασε περίπου το 250 μ.Χ. Φαίνεται ότι ήταν ντόπιος μιας από τις ελληνόφωνες επαρχίες, ή πιθανώς της Δαλματίας): «γάμος εστί ανδρός και γυναικός συνάφεια προς συγκλήρωσιν του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία» (σ.σ, δηλαδή ο γάμος είναι η συνάφεια του άνδρα και της γυναίκας με σκοπό την κοινή πορεία και το μοίρασμα όλου του βίου, συγχρόνως δε η κοινωνία του θείου και ανθρώπινου δικαίου), και όχι στον Αστικό Κώδικα που μιλούσε γενικά για «μελλόνυμφους» χωρίς να ορίζει σαφώς το φύλο τους (σ.σ, ΑΠ 1428/2017).

Ένας δεύτερος αντίλογος είναι η από το Σύνταγμα απορρέουσα αρχή ότι η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους (σ.σ, άρθρο 21 § 1 του Συντάγματος). Ενώ, όπως εύστοχα επισημαίνει σε σχετικό άρθρο της στην εφημ. «Το βήμα» με τίτλο: «Ο γάμος ως ένωση δύο προσώπων διαφορετικού φύλου»: (15/01/2024) η κ. Ρόη Παντελίδου καθηγήτρια Αστικού Δικαίου Δ. Π Θράκης. «Η συνταγματική έννοια του γάμου περιορίζεται στα ουσιώδη στοιχεία του, που ισχύουν διαχρονικά στην ελληνική κοινωνία και στις θεμελιώδεις αρχές που τον διέπουν στη δική μας έννομη τάξη. Άρα πρόκειται για μια μόνιμη συμβίωση δύο προσώπων διαφορετικού φύλου, που συνάπτεται ελεύθερα και κατά ορισμένη διαδικασία και διέπεται από την ισονομία των συζύγων. Ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να μεταβάλει αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του γάμου. Και ναι μεν δεν συνάγεται απαγόρευση ρύθμισης ελεύθερων ενώσεων, αλλά αυτές δεν θα προστατεύονται από το άρθρο 21 § 1. Ούτε (ο νομοθέτης) μπορεί να θεσπίσει νομοθετικά άλλο γάμο από αυτόν που προστατεύει το Σύνταγμα στο άρθρο 21 § 1, διότι αυτό δεν θα ήταν συνταγματικά ανεκτό. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι στο ελληνικό δίκαιο, η διαφορά φύλου είναι θεμελιώδης προϋπόθεση τέλεσης γάμου και η έλλειψή της τον καθιστά ανυπόστατο και επομένως συνταγματικά αβάσιμο».

Και μπορεί οι άκρατοι «δικαιωματιστές» να υπερασπίζονται τον γάμο και την τεκνοθεσία ομοφύλων (δηλ. ομοφυλοφίλων) ζευγαριών επικαλούμενοι το άρθρο 1545 Αστικού Κώδικα σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας και την ελευθερία των συμβάσεων (σ.σ, δεν επιτρέπεται να υιοθετηθεί το ίδιο πρόσωπο ταυτόχρονα από περισσοτέρους, εκτός αν αυτοί είναι σύζυγοι.[…] Σε περίπτωση υιοθεσίας και από τους δύο συζύγους, οι προϋποθέσεις οι οποίες τάσσονται από τα άρθρα 1543 και 1544, αρκεί να συντρέχουν στο πρόσωπο μόνο του ενός. περαιτέρω όλοι οι άνθρωποι έχουν ίσα δικαιώματα και μπορούν ελεύθερα να συμβάλλονται). Όμως η πιο πάνω επίκληση, εν προκειμένω, προϋποθέτει ότι ο «γάμος» είναι δικαίωμα και επειδή ο τελευταίος είναι συνταγματικά κατοχυρωμένος θεσμός, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής στο πιο πάνω άρθρο του ΑΚ (σ.σ, ίδετε και την προαναφερθείσα απόφαση 1428/2017 ΑΠ).

Κατά τρίτον μία από τις βασικές αρχές του οικογενειακού δικαίου την οποία, δυστυχώς, άκριτα προσπερνούν οι λογιών υποστηριχτές του επίμαχου ν/σ είναι ότι, «πάντων των ρυθμίσεων προέχει η του συμφέροντος του παιδιού». Δηλαδή σε μια οιαδήποτε γαμική σχέση προτάσσεται η ψυχική, κοινωνική και συναισθηματική ισορροπία του τέκνου και δευτερευόντως έρχονται τα συμφέροντα, οι επιθυμίες και τα συναισθήματα των (βιολογικών συνήθως) γονέων. Ενώ κατά το άρθρο 21 παρ. 1 εδ. 1 του Συντάγματος: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους» Δηλαδή το Σύνταγμα εδώ αιτιολογεί τον σκοπό της προστασίας της οικογένειας θεωρώντας την αντικείμενο προστατευτικών ρυθμίσεων από πλήθος διατάξεων του δημοσίου δικαίου: Ενώ αποκαλώντας την ως «θεμέλιο της συντήρησης και της προαγωγής του Έθνους», τη συνδέει έμμεσα με το δημογραφικό ζήτημα, υπονοώντας πως αν δεν γεννιούνται παιδιά δεν θα «συντηρηθεί» το έθνος και σταδιακά θα πάψει να υπάρχει. Μάλιστα στο πιο πάνω άρθρο του «Σ» ειδική αναφορά γίνεται στη μητρότητα (όχι στην πατρότητα) και στην παιδική ηλικία, ενώ με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προστατεύονται ρητά οι πολύτεκνες οικογένειες.

Και παρά το γεγονός ότι οικογένεια μπορεί να είναι και το άτεκνο (σ.σ, ετερόφυλο υπό τις σημερινές νομοθετικές συνθήκες ζευγάρι) εντούτοις η εκτενής νομοθετική ρύθμιση πλείστων ζητημάτων της οικογένειας και κυρίως η ειδική προστασία της, έχει ως υπόβαθρο την ύπαρξη παιδιών.

Τούτου δοθέντος ο γάμος… αλλά ελληνικά δεν είναι απλή σύμβαση δύο προσώπων (σ.σ, καθόσον από της συνάψεώς του ενέχει την προσδοκία απόκτησης τέκνων) Αντίθετα, συναπτόμενος, εξ’ αρχής αποκλείοντας την φυσική τεκνογονία (σ.σ, όπως αντίθετα μπορεί να συμβεί στα ομόφυλα ζευγάρια που συνδέονται με το σύμφωνο συμβίωσης), απλά μεταπίπτει σε ένωση δύο προσώπων και ως ένα βαθμό είναι πλέον ιδιωτική υπόθεση που νομιμοποιείται με το ισχύον σύμφωνο συμβίωσης. Επομένως από τη στιγμή που το ετερόφυλο ζευγάρι αποκτήσει παιδιά, αυτά αποτελούν αντικείμενο ειδικής νομοθετικής προστασίας των συμφερόντων τους και της ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης. Έτσι η οικογένεια καθίσταται πρωταρχική και θεμελιώδης μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Άλλωστε επ’ αυτού και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου(ΕΔΔΑ) με την παρ. 60 της από 20-9-2006 απόφασή του (σ.σ, υπόθ. Koudelka), απεφάνθη ότι στις οικογενειακές σχέσεις προηγούνται τα «υπέρτερα συμφέροντα του παιδιού.»

Από την άλλη, το γεγονός:

• Ότι ο γάμος και η τεχνητή τεκνογονία ταυτίζονται μόνο ως επιδιώξεις

• Ότι τα ετερόφυλα και ομόφυλα ζευγάρια διαφοροποιούνται καίρια στο ζήτημα, αφού τα πρώτα μπορούν να αποκτήσουν παιδιά, ενώ τα δεύτερα όχι

• Ότι το επίμαχο ν/σ αποκλείει στα ομόφυλα ζευγάρια τη δυνατότητα υιοθεσίας με χρήση παρένθετης μητέρας

• Ότι «μόνον το ετερόφυλο ζευγάρι είναι φορέας της απαραίτητης ισορροπίας σε ένα παιδί το οποίο καλείται να ζήσει έξω από τη βιολογική του οικογένεια, υπό την έννοια ότι η διαφορετικότητα των ψυχικών κόσμων άνδρα και γυναίκας είναι απαραίτητη για την ισορροπημένη ανάπτυξη του παιδιού. Πατέρας και μητέρα αλληλοσυμπληρώνονται. Η μητέρα εισφέρει τη στοργή και την επίμονη φροντίδα των αναγκών του παιδιού, ενώ ο πατέρας την συναισθηματική σταθερότητα και στα ηθικά όρια.» (σ.σ, οι εντός εισαγωγικών πιο πάνω γραμμές αντλήθηκαν από σχετική μελέτη του δικηγόρου κ. Γ. Μάτσου).

• Ότι πατέρας και μητέρα δεν χρειάζονται μόνον για να συλληφθεί και να γεννηθεί το παιδί, αλλά και για την ισόρροπη ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη.

• Ότι ο θεσμός της υιοθεσίας αποτελεί εξαίρεση, η οποία στο ισχύον καθεστώς προσπαθεί να μιμηθεί, κατά το δυνατόν, τη βιολογική οικογένεια.

Καταδεικνύει ότι η διαφορετικότητα μεταξύ των δύο κατηγοριών ζευγών παραμένει.

Επομένως ο γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών και ο των ετερόφυλων είναι δύο διαφορετικά πράγματα και υπό αυτή την έννοια η μη αναγνώριση από το Σύνταγμα του ομοφυλοφιλικού γάμου είναι βάσιμη. Και αυτό δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, -όπως κάποιοι αφελείς ή σκόπιμα αφελείς αντίθετα διατείνονται-, αφού κατά την αρχή της ισότητας (άρθρο 4, παρ. 1 & 2 «Σ») αποκλείεται η εξομοίωση ανόμοιων πραγμάτων, και εντεύθεν (αποκλείεται) η επιβολή της ομοιόμορφης μεταχείρισης των προσώπων τα οποία βρίσκονται κάτω από τις ίδιες και όχι διαφορετικές συνθήκες. Δηλαδή εν τέλει, πέραν των προ-μνησθέντων (σ.σ, ότι ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών είναι θεσμός και όχι δικαίωμα), καταρρίπτεται και ο μύθος περί της ίσης μεταχείρισης ομόφυλων και ετερόφυλων ζευγαριών.

Περαιτέρω ούτε το ΕΣΔΑ ούτε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επιβάλλουν να εισαχθεί στην ελληνική έννομη τάξη ο γάμος μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, σε αντίθεση την σε συγχορδία επαναλαμβανόμενη μόνιμη επωδό των υποστηρικτών του επίμαχου ν/σ. « Και βέβαια υπάρχει υποχρέωση για θέσπιση εναλλακτικού μορφώματος που δεν είναι απαραίτητο να επιφέρει απαράλλακτες συνέπειες με το γάμο, όπως π.χ. να επιτραπεί η υιοθεσία. Κάτι τέτοιο άλλωστε υφίσταται στην Ελλάδα και είναι το σύμφωνο συμβίωσης που επιτρέπεται να συνάπτεται ανεξαρτήτως διαφοράς φύλου. Το σύμφωνο έχει αποτελέσματα περίπου όμοια με το γάμο και κατοχυρώνει τα δικαιώματα των παιδιών.[…].Ένα παιδί που γεννιέται σε σύμφωνο (προσώπων διαφορετικού φύλου) είναι όπως ένα παιδί που γεννιέται σε γάμο. Ωστόσο δεν επιτρέπει την κοινή υιοθεσία για να προστατεύσει τα παιδιά,(σ.σ, καθόσον όταν το σύμφωνο συμβίωσης λύεται και μονομερώς –κάτι που και κατά το ΕΔΔΑ μπορεί να συμβεί- αφήνει το υιοθετημένο παιδί απροστάτευτο). Η θέσπιση επομένως του συμφώνου συμβίωσης μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου καθιστά περιττή τη θέσπιση γάμου. Ασχέτως των αντιρρήσεων για τη θέσπιση του συμφώνου συμβίωσης, επιλύονται τα προβλήματα καταγωγής των παιδιών, διατροφής, κληρονομικού δικαίου, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά.»

Με τις πιο πάνω γραμμές η κ. Ρόη Παντελίδου στο προαναφερθέν εξαιρετικό άρθρο της στο «Βήμα» αντικρούει την εμμονή κάποιων να θεωρούν τη θέσπιση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών ως αναγκαιότητα στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού και παράλληλα ως υποχρέωση της οικείας ελληνικής νομοθεσίας με την κοινοτική.

Συμπέρασμα: Το νομικό πλαίσιο στη χώρα μας αναγνωρίζει μόνον το γάμο μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου, ο οποίος προστατεύεται από το Σύνταγμα. Η διαφορά φύλου είναι αυτονόητη και θεμελιώδης προϋπόθεση για την προστασία του συμφέροντος του παιδιού με το πρότυπο πατέρα και μητέρας. Θέσπιση γάμου και από πρόσωπα ιδίου φύλου δεν επιβάλλεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο, είναι αντισυνταγματική και υποβιβάζει την έννοια του γάμου αντί να την ενισχύει.

Τέλος εφόσον ο γάμος στην ελληνική έννομη τάξη είναι θεσμός και όχι δικαίωμα, όπως αντίθετα οι θιασώτες του επίμαχου ν/σ υποστηρίζουν, δεν τίθεται ζήτημα θέσης του ζητήματος σε δημοψήφισμα Και αυτό γιατί σύμφωνα με το άρθρο 44 του Συντάγματος, προβλέπονται δύο ειδών δημοψηφίσματα: το πρώτο είναι για «κρίσιμα εθνικά θέματα» και το δεύτερο για ήδη ψηφισμένο νομοσχέδιο, εκτός από δημοσιονομικό ζήτημα). Αντίθετα σε χώρες όπως η Ιρλανδία, Ελβετία, Σλοβενία των οποίων τα αντίστοιχα Συντάγματα το επέτρεπαν, νομοσχέδια για τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών ετέθησαν πρώτα στην κρίση των πολιτών τους με την διενέργεια δημοψηφισμάτων.



img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ