Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*
Μια από τις μετακαλοκαιρινές χαρές της παιδικής μου ηλικίας ήταν το προσκύνημα στο μοναστήρι των Μελατών το «Οχτώημερο», δηλ. την ημέρα που τιμάται η θεομητορική εορτή του Γενεσίου (ή Γενεθλίου) της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου).
Λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού μου (Μαρκινιάδα Άρτας) ξεκινούσαμε περπατώντας για να προσκυνήσουμε τη χάρη της Παναγίας. Φυσικά, πάρα πολλοί ήταν και αυτοί που κατέφθαναν από άλλα χωριά της περιοχής (Κάτω Καλεντίνη, Φάγγος, Κορφοβούνι, Κάτω Αθαμάνιο κ.λπ.), ακόμη και από το κεφαλοχώρι Πέτα (3 ώρες πορεία). Μάλιστα οι Πετανίτες έρχονταν «ολόρεμα», για να βαδίζουν μέσα στη σκιά, αλλά και να σβήνουν τη δίψα τους, αφού στην πορεία έβρισκαν δύο βρύσες με κρύο τρεχούμενο νερό, στις θέσεις Τσιγκιλάτου και Κρυόβρυση της Μαρκινιάδας. Στη συνέχεια ακολουθούσαν τον βατό δρόμο (μόνο για πεζούς και υποζύγια). Ελάχιστοι ήταν οι τυχεροί που μετακινούνταν με αυτοκίνητα. Φυσικά, μιλάμε κυρίως για… καρότσες αγροτικών και τρακτέρ!
Καθώς είχε ήδη «χινοπωριάσει» και ήταν πλέον δροσερός ο καιρός, και επειδή οι χωριάτες ήταν σκληραγωγημένοι, το να διανύσουμε μια απόσταση περίπου 8 χιλιομέτρων ήταν πανεύκολο πράγμα.
Στον δρόμο, η κάθε οικογένεια συναντούσε κι άλλες συγγενικές ή φιλικές παρέες, με αποτέλεσμα όσο πλησιάζαμε προς τις Μελάτες να πληθαίνει και το πλήθος των ευσεβών προσκυνητών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ τα παιδιά και οι άντρες φορούσαν τα ίδια παπούτσια στη διαδρομή όπως και στον εκκλησιασμό, οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν πλαστικά παπούτσια (τα «νάιλα») για την πεζοπορία και λίγο πριν φτάσουν στο μοναστήρι φορούσαν τα καλά τους παπούτσια, ενώ στην επιστροφή έκαναν φυσικά το αντίθετο.
Επειδή το μοναστήρι διαθέτει και κελιά, δεν ήταν λίγοι αυτοί που επέλεγαν να πάνε στο μοναστήρι από την παραμονή, ώστε να διανυκτερεύσουν εκεί και να ξυπνήσουν ξεκούραστοι για τη θεία λειτουργία. Το πανάρχαιο έθιμο της εγκοίμησης στον ιερό χώρο πίστευαν ότι θα τους εξασφάλιζε υγεία, δύναμη και πνευματική χαρά.
Λαμπρή η πανηγυρική θεία λειτουργία, με συμμετοχή πολλών ιερέων από τα γύρω χωριά, συχνά και του εκάστοτε μητροπολίτη Άρτης ή εκπροσώπου του. Κι όταν «απόλαγε η εκκλησιά», ήταν ήδη έτοιμο το φαγητό στα τεράστια χάλκινα καζάνια (συνήθως κρέας με ρύζι ή μακαρόνια, «για να τσιτώνει ο κόσμος», να χορταίνει), ώστε οι προσκυνητές και οι προσκυνήτριες να πάρουν δυνάμεις για το κοπιαστικό ταξίδι της επιστροφής. Τα σφάγια ήταν τάματα, προσφορά των κατοίκων των Μελατών για τη γιορτή.
Έξω απ’ το καφενείο του Χρήστου Σαγάνη (δίπλα από το κλειστό πλέον δημοτικό σχολείο του χωριού) διάφοροι «ματαπράτες / ψιλικατζήτες» πούλαγαν την πραμάτεια τους: τσατσάρες, κουβαρίστρες, κορδόνια, ξυραφάκια, γλειφιντζούρια-κοκοράκια για τα παιδιά κι άλλα μικροπράγματα που ήταν δυσεύρετα στα χωριά την εποχή εκείνη.
Επακολουθούσε πανηγύρι στα καφενεία του χωριού με μουσικά συγκροτήματα («κομπανίες») μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας. Το «Οχτώημερο» ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για όλους τους χωρικούς να προσκυνήσουν τη χάρη της Παναγίας, να συναντηθούν με συγγενείς και φίλους από γειτονικά χωριά (καθότι τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα), αλλά και να διασκεδάσουν στο πανηγύρι το βράδυ.
Με τη μονή Γενεσίου Θεοτόκου με συνδέουν ισχυροί δεσμοί καθότι το 1987-88 (μαθητής της τρίτης λυκείου τότε) υπηρετούσα ως ιεροψάλτης, πηγαινοερχόμενος για μια ολόκληρη χρονιά με το μηχανάκι, συχνά με πολύ αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Υπάρχει όμως κι ένας επιπλέον λόγος που με δένει με αυτό το χωριό, κι αυτός είναι η μεγάλη αδερφή της μητέρας μου, η υπεραιωνόβια θεία μου Φώτω (Φωτεινή) Κατσάνου, η οποία αισίως διανύει το 101ο έτος της ηλικίας της με πλήρη διαύγεια πνεύματος και πολύ καλή κατάσταση υγείας. Ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο, φυσικά, υπάρχει και με όλους τους εκεί συγγενείς μου, ξαδέρφια, ανίψια…
Όταν ήμουν παιδί, θυμάμαι κάποιες φορές που την παραμονή του «Οχτώημερου» διανυκτερεύαμε στη θεία μου, το σπίτι της οποίας ήταν φιλόξενο… σαν μοναστήρι! Το «Όλοι οι καλοί χωράνε» έβρισκε εδώ την πλήρη εφαρμογή του: πάρα πολλοί συγγενείς μοιράζονταν το φαγητό της ημέρας, αλλά και κοιμούνταν όλοι μαζί στρωματσάδα, στριμωγμένοι αλλά πραγματικά αδελφωμένοι! Σε αντίθεση με το σήμερα, όπου πολύ συχνά ακόμη και τ’ αδέρφια δεν μιλιούνται μεταξύ τους…
Κυριολεκτικά άπειρες είναι οι ιστορίες που μου έχει αφηγηθεί η θεία Φώτω, η ηρωίδα «μυλωνού της Κατοχής», με την οποία δεν χορταίνω να συζητάω, αλλά πραγματική μυσταγωγία αποτελεί ακόμη και η σιωπή της, το να αντικρίζω απλώς τη γλυκύτατη μορφή της…
Ευσεβέστατη η ίδια, με μια συγκλονιστική λαϊκή θρησκευτικότητα, θεωρεί μεγάλη ευλογία το να πηγαίνει κάθε μέρα στο μοναστήρι (κουβαλώντας πάνω από έναν αιώνα ζωής στην πλάτη!), για να ποτίζει και να περιποιείται τα λουλούδια και τα δέντρα. Είναι κι αυτό ένα αντίδωρο προς τον Θεό και την Παναγία για την ευεργεσία της ζωής, καθότι γεννήθηκε πρόωρα και κινδύνευε να πεθάνει:
«Γεννήθ’κα το 1922 κι ήμαν εφταμηνίτικο! Μ’ είχαν ξεγραμμένη οι θ’κοί μ… Ήμαν άπλερο (πρόωρο και πολύ αδύνατο βρέφος). Μ’ είχαν τυλιμένη μέσα σε μία τ’λούπα (τουλούπα είναι η ποσότητα μαλλιού προβάτου για γνέσιμο). Σαν κ’ταβάκι ήμαν τυλιμένη μέσα στ’ν τ’λούπα (ως πρόωρο βρέφος την έβαλε η μητέρα της μέσα στα μαλλιά προβάτου… σαν ένα είδος πρωτόγονης θερμοκοιτίδας!).
Λέει ο μακαρίτ’ς ο πατέρας μ’ (ο μητροπλευρικός παππούς, Βασίλης Σαλαμούρας) μιανού ξαδερφού του:
-Δεν πάμε στ’ Μαρκινιάδα να το βαφτί’εις αυτό το θηλυκό;
Κι έτσι με βάφτ’σαν στον Αϊ-Γιώρη (ενοριακός ναός Αγίου Γεωργίου), στο χωριό.
Ήμασταν πολύ φτωχοί εμείς… Φτώχεια να ιδούν τα μάτια σου… Σ’ τα ματάπα κι άλλη βολά (ξαναείπα άλλη φορά) αυτά… Τά ’γραψες κιόλα στο βιβλίο…
Τότε π’ θα με πάαιναν για να με βαφτίσουν, η μάνα μ’ ξήλωσε μία μαξ’λάρα κι έφκιασε… λαδοπάνι για να με τ’λίξει ο νούνος!
Ήμαν άπλερη, βύζανα απ’ το ’να το στήθος. Η μάνα μ’ έχασε το γάλα απ’ τ’ άλλο το στήθος και βύζαξε κι άλλα 5 παιδιά μ’ αυτό το ένα το στήθος! Σαν κι (μήπως) είχαν και φαγάκι για να φάν’ οι μανάδες για να φέρουν γάλα; Ούτε ψωμάκι δεν είχαν να φάν’, όχι φαΐ…
Η Παναΐα με φύλαξε και τότε π’ γεννήθ’κα κι είδα θάματα πολλά…
Το ’40, στ’ν Κατοχή, οι Ιταλοί είχαν πιάσει το μακαρίτη τον άντρα μ’, το μπάρμπα σου το Σωτήρη, τον είχαν φυλακωμένο. Ήταν παιδί ακόμα, δεν είχαμαν παντρευτεί. Κι η έρμη η πεθερά μ’ πάαινε κάθε μέρα στο μοναστήρι και παρακάλαγε σκούζοντα τ’ν Παναΐα να απολύσουν (απελευθερώσουν) το παιδί τ’ς οι Ιταλοί… Κι άκ’σε τ’ς προσευχές η Παναΐα και τ’ απόλυσαν το παιδί τ’ς οι Ιταλοί.