Αναρτήθηκε στις:03-01-18 11:43

Συνέντευξη του Ντίνου Σιώτη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη


«Λείπει η ηθική από τους ποιητές»


Ο Ντίνος Σιώτης γεννήθηκε στην Τήνο το 1944. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Συγκριτική Λογοτεχνία στο San Francisco State University. Στην Αμερική και τον Καναδά, όπου έζησε από το 1971 έως το 1989 και από το 1997 έως το 2004, εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και στο ραδιόφωνο και ως σύμβουλος Τύπου στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Οτάβα και στα ελληνικά προξενεία του Σαν Φρανσίσκο, της Νέας Υόρκης και της Βοστόνης. Από το 1976 έως το 2004 ήταν διευθυντής του εκδοτικού οίκου Wire Press. Για τριάντα χρόνια (από το 1979 έως το 2009) συνεργάζονταν τακτικά με το «Βήμα της Κυριακής», με κριτικές και άρθρα για το βιβλίο και την επικοινωνία. Έχει εκδώσει στα ελληνικά και στα αγγλικά 12 πολιτικά και λογοτεχνικά περιοδικά, 26 συλλογές ποίησης (τρεις στα αγγλικά και μία στα γαλλικά), ένα μυθιστόρημα, μία νουβέλα και μία συλλογή με αφηγήματα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε οκτώ γλώσσες. Από την άνοιξη του 2005 εκδίδει το περιοδικό «(δε)κατα», από τον Μάρτιο του 2009 το περιοδικό «Poetix» και από τον Ιανουάριο του 2015 το περιοδικό «Tranz.ito». Το 2007 η συλλογή του Αυτοβιογραφία ενός στόχου (Κέδρος, 2006) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Είναι πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού σωματείου Κοινωνία των (δε)κάτων, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Τήνου και Υπεύθυνος Επικοινωνίας του World Poetry Movement, με έδρα το Μεντεγίν της Κολομβίας. Τον Μάρτιο του 2011 με τον Αναστάση Βιστωνίτη ξεκίνησε τον Κύκλο Ποιητών στην Αθήνα και τον Σεπτέμβριο του 2012 εκλέχτηκε ο πρώτος του πρόεδρος.

ΕΡ. Πριν από λίγο καιρό εκδόθηκε η ποιητική σας συλλογή «Ωροσκόπια νεκρών» από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ποιο ήταν το κίνητρο για να εκδοθεί αυτή η συλλογή;

ΑΠ. Κίνητρο… Για να δούμε, ποια είναι τα κίνητρα για να εκδίδεται μια συλλογή; Εκείνο που μου έρχεται άμεσα στο νου είναι «για να καλύψει τα κενά που άφησε η προηγούμενη συλλογή». Όπως μια βρύση σκουριασμένη την αφήνουμε να τρέξει μπόλικο νερό για να καθαρίσει, έτσι και μια νέα συλλογή έρχεται να «καθαρίσει» ό,τι άφησε αδιευκρίνιστο η αμέσως προηγούμενη αλλά και για να καθορίσει τον βηματισμό του επόμενου ποιητικού διαβήματος. Ή για να λύσει κάποιες απορίες, να δώσει κάποιες απαντήσεις, να θέσει κάποιες ερωτήσεις και να δώσει διευκρινήσεις. Δεν ξέρω αν αυτό είναι όντως κίνητρο, αλλά ίσως και μια συλλογή εκδίδεται και κυκλοφορεί διότι πιθανόν να ασφυκτιά στο συρτάρι του ποιητή και να της λείπει το οξυγόνο της δημόσιας έκθεσης. Μια τρίτη άποψη είναι εκείνη που λέει «πάμε παρακάτω». Και δεν πηγαίνεις παρακάτω αν δεν βγάζεις συλλογές. Δεν αρκεί να γράφεις. Αυτά για το κίνητρο, διότι η συγκεκριμένη συλλογή «Ωροσκόπια νεκρών» από τον Καστανιώτη, είναι ένας διάλογος μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων, μια νεκροφάνεια της ζωής, μια νεκρανάσταση της θέασης του κόσμου, τόσο στα κοιμητήρια όσο και στις πλατείες των εφησυχασμένων πολιτών. Μάλλον πρόκειται για ποιήματα που φέρνουν στο φως την νεκροφάνεια της ανθρώπινης συνθήκης η οποία τα βλέπει όλα ρόδινα μιας και το ένα της μάτι είναι γυάλινο. Και κίνητρό της η διεύρυνση της αυτογνωσίας.

ΕΡ. Θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς ξεκινάτε να γράψετε ένα ποίημα;

ΑΠ. Ξεκινώ σχεδόν πάντα με μία φράση που ενσωματώνει ένα νόημα και που είναι η αφορμή να «ταξιδέψω» και που ήδη με αυτοϋπονομεύει. Μια φράση που έφτιαξα από μια λέξη που άκουσα, είδα, διάβασα, ονειρεύτηκα. Όπως την πλατεία την ξεπλένει η βροχούλα, η πρώτη λέξη θα σχηματίσει την πρώτη φράση, τον πρώτο στίχο που θα ξεπλύνει όσα ακολουθούν. Κοιτάω αυτές οι πρώτες φράσεις-στίχοι να μην είναι αυτάρεσκες, να διατυπώνουν δικαιωμένες αλήθειες, να μην κοιτάνε προς τα μέσα αλλά προς τα έξω, να συνίστανται από το φαινόμενο της έκπληξης και της μερικής ανατροπής, να μην επαναλαμβάνουν κλισέ και κοινοτοπίες, να μην είναι αυτοαναφορικές ακόμη κι όταν γράφω για τον εαυτό μου. Αυτό, βέβαια, δεν το καταφέρνω πάντοτε, αλλά τουλάχιστον το προσπαθώ…

ΕΡ. Τα ποιήματά σας έχουν βάθος και μαστοριά ενός άριστου τεχνίτη της γραφής. Αλήθεια πώς εξελίσσεται ένας ποιητής με τη χρόνια ενασχόληση με την ποίηση;

ΑΠ. Το αντιπαρέρχομαι το «βάθος και τη μαστοριά». Πάντως σας ευχαριστώ για το κομπλιμάν. Η ποίηση είναι, πρέπει να είναι, μια διαρκής ενασχόληση: γράφεις – διαβάζεις, συνεχές ωράριο. Γράφεις – διαβάζεις, γράφεις – διαβάζεις. Αν δεν βελτιώνεσαι το πας ανάποδα: Διαβάζεις - γράφεις, διαβάζεις - γράφεις, διαβάζεις - γράφεις. Αν δεν σου βγει τότε μόνο διαβάζεις. Αν γράφεις περισσότερο απ’ ό,τι διαβάζεις δεν πετυχαίνεις και πολλά. Το να διαβάζεις είναι ένας άλλος τρόπος γραφής, αφού διαβάζοντας γράφεις μέσα σου αυτά που διαβάζεις. Η εξέλιξη έρχεται μόνη της και εκ του φυσικού χωρίς να την αποζητάς, αν είσαι ειλικρινής και αν δεν αναλώνεσαι με ρηχά πράγματα όπως ο εαυτός σου. Ένας ποιητής που συνεχώς ενασχολείται σοβαρά με την ποίηση βρίσκει την εξέλιξη να τον περιμένει στο πλατύσκαλο της έμπνευσης ή στον πυθμένα της ενατένισης του εσωτερικού του κόσμου. Χρειάζεται μια καλλιέργεια που σου την προσφέρει στο πιάτο η ίδια η ζωή. Μπαίνεις στη χαβούζα με τα πιράνχας χωρίς να τα φοβάσαι…

ΕΡ. Όπως διαπιστώνω έχετε μεγάλο έργο. Πώς καταφέρατε να αποθέσετε τόσο μεγάλο κόπο πνευματικής εργασίας;

ΑΠ. Όταν λέτε μεγάλο έργο ασφαλώς και εννοείται τον όγκο. Μα αν γράφω ποιήματα από τα 14 χρόνια μου και είμαι σήμερα 73 χρόνων, ε, κάπου συσσωρεύεται όλος αυτός ο κόπος και ισούται προς τόσες χιλιάδες σελίδες. Οφείλω να σας πω ότι μόνο το 7% με 8% περίπου των «ποιημάτων» που έχω γράψει έχουν δημοσιευθεί. Το βάζω σκοπίμως σε εισαγωγικά διότι δεν είναι όλα ποιήματα. Από τον Οκτώβριο του 2002 γράφω καθημερινά. Είχα χρόνο. Εύρισκα χρόνο. Αποζητούσα τον χρόνο. Επιδίωκα να ανταμώνω τον χρόνο. Τα ποιήματα γράφονται πρώτα μέσα στο κεφάλι και μετά τα πληκτρολογείς. Φυσικά το ότι γράφω τόσο πολύ οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην τεχνολογία, ας όψεται η τεχνολογία που σπρώχνει τα δάχτυλά μου στο πληκτρολόγιο. Δεν εννοώ ότι γράφω μηχανικά, αλλά αν δεν υπήρχε ο υπολογιστής δεν θα υπήρχε τόση μεγάλη παραγωγή. Ο δε κόπος δεν είναι καθόλου μεγάλος, το αντίθετο, είναι πολύ μικρός, σχεδόν ελάχιστος, μηδαμινός. Έχω πει σε μια άλλη συνέντευξη ότι το να γράφεις ποιήματα είναι σαν να πηγαίνεις για ψάρεμα. Ο ποιητής πρέπει να γράφει κάθε μέρα, όπως ο ψαράς πάει για ψάρεμα κάθε μέρα, όπως ο μουσικός εξασκείται κάθε μέρα ή ο ζωγράφος κάθεται μπροστά στην παλέτα του κάθε μέρα. Γιατί από ένα σημείο και μετά το ψάρεμα, η τέχνη, η ποίηση γίνονται τρόπος ζωής. Και όσον αφορά εμένα το εννοώ: ερμηνεύω τα πάντα μέσω της ποίησης, οπότε μη σας εκπλήσσει αν σας πω ότι υπάρχουν μέρες που η «ποίηση» τρέχει από τα μπατζάκια μου.

ΕΡ. Πώς γίνεται κάποιος δημιουργός, με μια μόνο ποιητική συλλογή να θεωρείται μεγάλος ποιητής;

ΑΠ. Αυτό είναι σπάνιο να συμβεί και ανήκει στην σφαίρα αυτών που λέμε «είναι φαινόμενο». Τυχαίνει όμως. Είναι μία έκρηξη, είναι ένα ηφαίστειο που εκρήγνυται, είναι ένα κύμα που σπάει και προκαλεί τσουνάμι. Οπωσδήποτε μιλάμε για όντως σπουδαίο δημιουργό που βρίσκεται πολύ μπροστά από την εποχή του. Δεν το συναντάμε συχνά. Και δεν συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου.

ΕΡ. Πώς βλέπετε τους νέους ποιητές;

ΑΠ. Με συμπάθεια. Όπως όλοι οι νέοι άνθρωποι, έτσι και οι νέοι ποιητές έχουν θράσος, πουλάνε μούρη, δεν κοιτάνε και πολύ πίσω τους, συνήθως τα ξέρουν όλα και ας είναι αδιάβαστοι. Αλλά έτσι ήταν πάντοτε. Ίσως τα τελευταία χρόνια το θράσος να διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο επανατοποθέτησης ταλάντου στους αδύνατους ώμους τους. Πολλοί ξεχωρίζουν, έχουν τη δική τους φωνή, έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά που είναι η πρωτοτυπία, η αφηγηματικότητα, ο λυρισμός, η ροή, το στόρι, η πυκνότητα νοήματος. Είναι το αύριο της ποίησης. Τους εμπιστεύομαι. Μου δίνετε όμως την ευκαιρία να υπογραμμίσω ότι αρκετοί από τους νέους μας ποιητές ξοδεύουν πολύ χρόνο μπροστά στον καθρέφτη τον οποίο επιλέγουν από πολλούς καθρέφτες και αυτό καταδεικνύει μια γερή δόση ναρκισσισμού, ατομισμού και αυτοεξυπηρέτησης. Απολαμβάνουν το είδωλό τους. Φανερώνει δε έλλειψη πνευματικότητας, έλλειψη ηθικής εκ μέρους των ποιητών εν γένει και όχι μόνο των νεώτερων.

ΕΡ: Και μιας και το ’φερε η κουβέντα, πώς τα πάτε με το ποιητικό σινάφι;

ΑΠ. Μα αν ρωτήσετε το ποιητικό σινάφι θα σας πουν πως το σινάφι είμαι εγώ, θα σας δείξουν εμένα. Οπότε, ναι, τα πηγαίνω πολύ καλά με τον εαυτό μου. Χώρια όμως από τους αστεϊσμούς, έρχονται πολλοί και μου λένε «Ο τάδε σε διαβάλει, ο τάδε σε κακολογεί, ο δείνα σε κουτσομπολεύει, ο άλλος σε συκοφαντεί. Φαίνεται πως έχετε εχθρούς. Τι τους λέτε;» Και εγώ τους λέω πως δεν έχω κανέναν εχθρό, απλώς επειδή σε ορισμένους τομείς είμαι υπερδραστήριος, επόμενο είναι να μην είμαι σε όλους συμπαθής. Λογικό είναι αυτό και ανθρώπινο. Πώς γίνεται να έχω εχθρούς; Εχθρούς έχουν μόνο οι σημαντικοί και οι σπουδαίοι και εγώ δεν είμαι ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

ΕΡ. Πιστεύετε ότι η χώρα μας θα βγάλει στο μέλλον αντάξιους ποιητές του Οδυσσέα Ελύτη, του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Γιώργου Σεφέρη, του Κώστα Βάρναλη και του Γιάννη Ρίτσου;

ΑΠ. Μα έχει ήδη βγάλει ποιητές αντάξιους αυτών που αναφέρατε ο χώρος μας—χώρα δεν ξέρω αν θα γίνουμε ποτέ. Θα αποτολμήσω δε να σας πω ότι οι Λειβαδίτης, Σαχτούρης, Αναγνωστάκης, Παυλόπουλος, Βαλαωρίτης, Πατρίκιος και Δημουλά είναι μεγάλοι ποιητές. Σίγουρα για τον κόσμο των ποιητών είναι. Επειδή δεν έλαβαν το Βραβείο Νόμπελ ή Λένιν ή επειδή δεν είχαν την τύχη να έχουν ζήσει σε πιο ενδιαφέρουσες εποχές, δεν σημαίνει ότι δεν είναι σπουδαίοι.

ΕΡ. Γνωρίζουμε ότι μείνατε πολλά χρόνια στην Αμερική και ότι είχατε πλούσια πνευματική δράση. Μπορείτε να αναφέρετε μερικές ενθυμήσεις από εκείνη την εποχή;

ΑΠ. Για κοντά τριάντα χρόνια είναι πάρα πολλές οι ενθυμήσεις που θα κάλυπταν όλη τη συνέντευξη. Εν συντομία θα αναφέρω τις ενδιαφέρουσες συναντήσεις μου, σύντομες ή μακρύτερες, επεισοδιακές ή ανάλατες, στο Σαν Φρανσίσκο ή στο Μπέρκλεϋ, με τους Ρόμπερτ Ντάνκαν, Τσαρλς Σίμικ, Άλεν Γκίνζμπεργκ, Λόρενς Φερλινγκέτι, Κένεθ Ρέξροθ, Τσέσλαφ Μίλος, Γκρέγκορυ Κόρσο, Γκάρυ Σνάιντερ, Κέι Μπόιλ, Νταϊάν ντι Πρίμα, Ουίλιαμ Ντίκεϋ, Γεβγένι Γεφτουσένκο, Φίλιπ Λαμαντία, Τζορτζ Χίτσκοκ, Χάρολντ Νορς, Ρέιμοντ Κάρβερ, Μαρκ Στραντ, Αντρέι Κοντρέσκου και άλλους. Ανακατεύω ζωντανούς με πεθαμένους, αλλά για μένα όλοι αυτοί ζουν μέσα στις αναμνήσεις. Τους συνάντησα για μία ή περισσότερες φορές στα σπίτια τους, σε καφενεία, σε κοινές αναγνώσεις ή δημοσιεύσεις σε περιοδικά, σε μπαρ, σε πανεπιστήμια, σε διαδηλώσεις, μαζί με τον Νάνο Βαλαωρίτη ή και χωρίς τον Νάνο. Με μερικούς είχα μια δόκιμη συναναστροφή. Οι ποιητές αυτοί είχαν μια ακτινοβολία, μια αυτογνωσία, έβγαζαν μια θέρμη, μια ανεπιτήδευτη απλότητα, είχε επάνω μου μια αύρα ευεργετική η παρουσία τους. Μου έκανε καλό η γνωριμία μαζί τους. Άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, έδωσαν πνοή στα ερεθίσματά μου, μου έδειξαν και μου άνοιξαν πόρτες. Τώρα, ιστορίες υπάρχουν μπόλικες, είναι αστείες και μερικές απίστευτες αλλά το να τις εξιστορώ θα ήταν σαν να «πετάω ονόματα», σαν να κουτσομπόλευα και να επιζητούσα μέσω αυτών μια επικύρωση.

ΕΡ. Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω τους δείκτες του χρόνου σε ποιά χρονική περίοδο θα θέλατε να ξαναζούσατε;

ΑΠ. Σίγουρα τη δεκαετία του ’70, τόσο στην Αθήνα τα δύο πρώτα χρόνια της όσο και στο Σαν Φρανσίσκο τα υπόλοιπα οκτώ. Υπήρχε μια μαγεία σ’ αυτήν τη δεκαετία, ένας αναβρασμός, μια αναζήτηση, μια αναμονή για κάτι ανεξερεύνητο, το προμήνυμα μιας θύελλας που συνεχώς ξεσπούσε και όλο μας άφηνε πίσω. Ένιωθες ότι κάτι θα συμβεί, ένιωθες ότι βρισκόσουν στην άκρη ενός γκρεμού και αν έπεφτες δεν υπήρχε περίπτωση να πέσεις στα μαλακά. Αναλογιστείτε τι μας άφησε αυτή η τρομερή δεκαετία σε πολλές δημόσιες εκφάνσεις της ζωή μας: κινηματογράφος, μουσική, λογοτεχνία, ποίηση, κοινωνικά και απελευθερωτικά κινήματα, ανθρώπινα δικαιώματα, αντεπαναστάσεις, τάσεις, κατάρρευση δικτατορικών καθεστώτων. Όλα φαίνονταν πιθανά και απεριόριστα. Ήταν μια ανεπανάληπτη δεκαετία που μου διεύρυνε τους ορίζοντες, με τροφοδότησε με την συνεχή αγωνία για τις λέξεις και με διαμόρφωσε. Ό,τι είμαι οφείλεται σ’ αυτή τη δεκαετία, χωρίς όμως να είμαι κολλημένος σ’ αυτήν.

Ερ. Η ενασχόλησή σας με τα έντυπα περιοδικά έδωσε τη δυνατότητα να παρουσιαστούν στα έντυπά σας παλαιοί και νέοι συγγραφείς. Αυτή η ζύμωση έφερε κάτι το καινούργιο στα γράμματα;

Απ. Από μόνη της η ζύμωση δεν φέρνει καινούργια πράγματα, αυτά είναι συνδυασμός και συγκερασμός πολλών καταστάσεων και δυνατοτήτων. Η ποίηση είναι μια υπόθεση εντελώς ιδιωτική. Κάτι νέο συνεχώς προκύπτει ανεξάρτητα από τις ζυμώσεις.

Ερ Στην αβίωτη καθημερινότητα της ρουτίνας ποιο ποίημά σας θα μας προτείνατε να διαβάσουμε;

Απ: Θα σας προτείνω ένα ποίημα που έγραψα στις 30 Νοεμβρίου 2017 και που φέρει τον τίτλο «Όταν γράφω ποιήματα». Το κάνω αυτό διότι όντως με αντιπροσωπεύει, είναι χαρακτηριστικό των όσων πιστεύω για την ποίηση, είναι η κατακλείδα της ποιητικής μου θεώρησης ζωής, ανθρώπων και πραγμάτων, είναι βιωματικό και αυτοβιογραφικό. Είναι ένα ποίημα του απόλυτου παρόντος με πλάγιες ματιές προς τα εμπρός και προς τα πίσω. Είναι ένα ποίημα που με βγάζει σε ένα ξέφωτο όπου βλέπω τις ρίζες μου, οπότε είναι με τη στενή του έννοια αυτοαναφορικό και εξομολογητικό και ως εκ τούτου ανεπιτήδευτο και ειλικρινές.

Όταν γράφω ποιήματα
Αισθάνομαι τα πάντα όταν γράφω ποιήματα/ αισθάνομαι τη Γη να περιστρέφεται γύρω από/ τον εαυτό της τα κύματα που σκάνε στις ακτές/ της Νέας Αγγλίας την άμπωτη του Ευβοϊκού/ τα εφαρμοσμένα μαθηματικά την επιφάνεια της/ γης που αναδιπλώνεται μετά τους σεισμούς και/ τα τραντάγματα του πλανήτη όταν πέφτουν πάνω/ του κομήτες νιώθω τα βλέμματα εκατομμυρίων/ ανθρώπων τη φύση που αλλάζει εποχές όπως/ αλλάζει φόρεμα η ντίβα αισθάνομαι τα χιλιάδες/ φιλιά που έδωσα και τα χιλιάδες φιλιά που μου/ έδωσαν αισθάνομαι το παραμιλητό του θανάτου/ καθώς πλησιάζει τον ετοιμοθάνατο στο κρεβάτι/ στην πολυθρόνα στο κάθισμα ενός αυτοκινήτου/ αισθάνομαι την κίνηση στο Χρηματιστήριο στους/ δρόμους αλλά και στους κεντρικούς αερολιμένες/ της Ευρώπης είμαι παντού όταν γράφω ποιήματα/ είμαι ταυτόχρονα σε όλες τις ηπείρους αλλά και/ στη στρατόσφαιρα σε διαπλανητικούς γαλαξίες/ σε καλύβες χωριών της Αφρικής του Αμαζονίου/ της Παταγονίας των Ινουί του Κεμπέκ ακόμη και/ στο κτήμα μου στην Τήνο είμαι πανταχού παρών/ όχι ως άλλος Ιησούς of course αλλά ως άγνωστος/ επισκέπτης τις Κυριακές νοσοκομείων σανατορίων/ θεραπευτηρίων κέντρων αποκατάστασης συνομιλώ/ με ασθενείς που δεν θυμούνται τίποτα δίνοντάς τους/ ελπίδα ταξιδεύω παντού όταν γράφω ποιήματα είμαι/ και εδώ και εκεί ακόμη και σε μέρη που δεν έχουν/ υπάρξει είμαι στα μακρινά μονοπάτια που βγάζουν/ σε εξώστες αυτογνωσίας αυτάρκειας γαλήνης νιώθω/ υπέροχα όταν γράφω ποιήματα γι’ αυτό και γράφω/ όσο πιο συχνά μπορώ. Αυτά είναι μερικά από τα/ πράγματα που αισθάνομαι όταν γράφω ποιήματα.


vakxikon.gr


img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ







img