Είναι η γενέθλια πόλη μου, στην οποία ζω και που ουδέποτε εγκατέλειψα. Είναι πόλη που βρίσκεται το πατρικό μου σπίτι, το σχολείο που τελείωσα. Εκεί βρίσκεται άυλα καταγεγραμμένη όλη η ιστορία των προγόνων μου, στο λιμάνι, στη γειτονιά, στις θύμησες των άλλων. Πειραιάς είναι επίσης ο πατέρας μου που υπήρξε από τα παιδικά του χρόνια ορφανός από μητέρα και που επειδή ο πατέρας του τον εγκατέλειψε, έζησε κι αυτός την ζωή του Γαβριά, του ανήλικου δηλαδή και περιπλανόμενου παιδιού που όπως τόσα άλλα αναζήτησαν την τύχη τους στο λιμάνι του Πειραιά.
Το Pireorama ιστορίας και Πολιτισμού κάλυψε μια ανάγκη της εποχής. Καθώς το ενδιαφέρον για τον Πειραιά περιοριζόταν μονάχα στους κατοίκους της πόλης, οι εκδόσεις βιβλίων για την τοπική ιστορία, πραγματοποιούνταν μέχρι τότε, είτε με σποραδικές εκδόσεις του Δήμου, είτε με αυτοεκδόσεις για τις οποίες οι συγγραφείς έπρεπε να αναζητήσουν χορηγίες.
Με την έλευση της τεχνολογίας όμως υπήρξε απεξάρτηση από αυτή την δέσμευση των εκδοτικών και αποφυγή συμβιβασμού με τον κομματισμό. Το μπλογκ έδωσε την ευκαιρία να βγάλω προς τα έξω όλα εκείνα που για χρόνια αποτελούσαν μια προσωπική ενασχόληση. Η απήχηση ήταν μεγάλη και στάθηκε μεγάλη δεξαμενή τροφοδοσίας στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, όλων εκείνων των ομάδων, που άρχισαν να ασχολούνται για την ιστορία της πόλης μεταλαμπαδεύοντας (κοινοποιώντας δηλαδή κατά την ορολογία τους) αποσπάσματα από τις αναρτήσεις στα μέλη τους. Όταν το μπλογκ ξεκίνησε το 2009 πολλοί με σταματούσαν στον δρόμο και μου έλεγαν “Μπράβο μας κάνεις να νιώθουμε υπερήφανοι που είμαστε Πειραιώτες”. Σήμερα οι ιστορίες του Πειραιά που έχουν αναρτηθεί προσεγγίζουν τις 1000!
Το βιβλίο μου για τους “Γαβριάδες” είναι το εικοστό στη σειρά αλλά το πρώτο μου στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος. Αφορμή ήταν η ίδια η ιστορία της πόλης, που προπολεμικά στάθηκε η πρωτεύουσα των Γαβριάδων, αλλά μεταπολεμικά ξεχάστηκε. Επίσης αιτία στάθηκε και ο ίδιος ο πατέρας μου που υπήρξε ένας Γαβριάς. Είναι εκπληκτικό πόσο γρήγορα λησμονεί ο κόσμος το παρελθόν ακόμα και της γειτονιάς του, όταν δεν υπάρχει κάποιος να του το θυμίσει. Ο κόσμος εκπαιδεύτηκε στην ιστορία να θυμάται τα μικρά κι ασήμαντα και να ξεχνά τα μεγάλα και σημαντικά. Οι Γαβριάδες υπήρξαν ένα κοινωνικό φαινόμενο της πόλης.
Ονομάτισαν έτσι αυτά τα παιδιά οι ανταποκριτές στον Πειραιά των μεγάλων ημερήσιων εφημερίδων που έδρευαν στην Αθήνα. Καθώς τις ανταποκρίσεις για τον Πειραιά τις είχαν αναθέσει σε λογοτέχνες, αυτοί άρχισαν να περιγράφουν για το φαινόμενο των παιδιών του πειραϊκού λιμένα, αποδίδοντάς τους τον λογοτεχνικό χαρακτηρισμό «Γαβριάδες». Τριγυρνούσαν ολομερής με μια τραγιάσκα στο κεφάλι, έχοντας εμφάνιση και τρόπο ζωής ίδιο με τον μικρό ήρωα Γαβριά του Βίκτωρ Ουγκώ στο έργο του “Οι Άθλιοι”. Η ομοιότητα αυτή ήταν που ενέπνευσε τους λογοτέχνες-δημοσιογράφους να την αποδώσουν στα παιδιά. Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να επικρατήσει αυτός ο λογοτεχνικός χαρακτηρισμός, αφού ο περισσότερος κόσμος προπολεμικά γνώριζε για τον μικρό ήρωα των Αθλίων. Στον Πειραιά μπορεί οι Γαβριάδες να μην πολεμούσαν στα οδοφράγματα όπως ο Γαβριάς του Ουγκώ, αγωνίζονταν όμως στους δρόμους. Ήταν οι μικροί φτωχοδιάβολοι που άλλοτε ως λούστροι, άλλοτε ως μικροπωλητές με την τάβλα να κρέμεται με έναν ιμάντα από το λαιμό τους, πωλούσαν κουλούρια, παστέλια ή άλλα μικροαντικείμενα. Τους συναντούσες επίσης και ως αχθοφόρους, καρβουνιάρηδες, μπακαλόγατους, υδροπωλητές, καθαριστές, αλλά κύρια κάλυπταν πολλούς τομείς του περιθωρίου και της παρανομίας για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.
Δυστυχώς ο Πειραιάς κατείχε την θλιβερή πρώτη θέση στον τομέα της παιδικής εργασίας. Το λιμάνι, τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες είχαν ανάγκες, για την κάλυψη των οποίων προσλάμβαναν και παιδιά. Η «Λέσχη εργαζόμενου παιδιού» προσπαθούσε τις Κυριακές να προσφέρει παιχνίδι, ξεγνοιασιά και διασκέδαση στα παιδιά αυτά, φροντίζοντας να τους γίνει γνωστό ότι η Κυριακή ήταν ημέρα αργίας. Η εργασία δεν είχε θέση τις Κυριακές. Το «Ποτέ την Κυριακή!» ήταν το σύνθημα που ξεκίνησε από τη Λέσχη εργαζόμενου παιδιού, πολλά χρόνια πριν γίνει γνωστό ως τίτλος κινηματογραφικής ταινίας με την διάσημη Μελίνα Μερκούρη. Τις υπόλοιπες ημέρες τα πρωινά δούλευαν και τα απογεύματα παρακολουθούσαν μαθήματα. Στο ίδιο κτήριο της Λέσχης υπήρχαν και κρεβάτια. Κοιμόντουσαν μέχρι να εξασφαλίσουν δικά τους μέσα στέγασης. Αυτά ήταν τα πραγματικά «Παιδιά του Πειραιά» που περιφέρονταν μόνα κι έρημα στο λιμάνι, αναζητώντας τρόπους να επιβιώσουν. Στέκονταν σα χαμένα στις αποβάθρες, κρατώντας στην αγκαλιά τα μικρότερα στην ηλικία αδέλφια τους. Γαβριάδες υπήρχαν και στην Αθήνα και στις άλλες μεγαλουπόλεις. Όμως στον Πειραιά ο αριθμός τους υπερέβαινε κάθε προηγούμενο. Οι Γαβριάδες ταύτισαν την ύπαρξή τους με το μεγάλο λιμάνι, κατά συνέπεια με τον Πειραιά!