«Μπορντώ στην Κυψέλη»: Φ. Α. Γιαννακού, Εκδόσεις Αρμός 2024
Κάποια χειρόγραφα βρέθηκαν σε ένα σπίτι στην Κυψέλη των Αθηνών. Την αθώα, αριστοκρατική, μικροαστική, καλλιτεχνική, σκοτεινή Κυψέλη. Την Κυψέλη του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, του Ελύτη, της Άννα Καλουτά και του Γκάτσου.
Ένα σπίτι με αναμνήσεις.
Ένα μπορντώ, χειροποίητο σάλι καλύπτει τους τοίχους του σπιτιού, καταλήγοντας στην γωνία σ΄ ένα χνουδωτό κουβάρι από μαλλί.
Το μπορντώ θεωρείται χρώμα πνευματικό, ιερατικό, αλλά και αυτοκρατορικό, το οποίο εμπνέει σεβασμό, αποπνέει εξουσία και, συγχρόνως, μοιάζει να κρύβει κάποιο μυστήριο. Το μπορντώ διαθέτει τη δύναμη να ενεργοποιεί και να ηρεμεί την ίδια στιγμή, έχει δε την τάση να οδηγεί στην αυτοσυνειδητοποίηση και στην κατανόηση του σκοπού της ζωής…
Η οικογένεια Γιαννακού προσπαθεί επί σαράντα πέντε χρόνια, από τις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, να αντιμετωπίσει τη διπολική διαταραχή της Άλκηστης• με αγάπη, με αξιοπρέπεια, με απόγνωση, με συνέπειες. Σε μια εποχή, όπου δεν υπάρχουν πλέον αξιοπρέπειες, η κόρη της η Μαρκέλλα, αναζητεί ένα αποκούμπι καταγράφοντας τις επώδυνες εμπειρίες• με ασυνέχεια, με συνέχεια, με οργή, με χιούμορ.
Η Μαρκέλλα ζούσε σ΄ ένα σπίτι στην Κυψέλη, που Εκείνη, η μητέρα της, η Άλκηστη Γιαννακού, με χαλασμένη την υγεία της, το γέμιζε με προφητικά όνειρα και ζοφερές προβλέψεις, σ΄ ένα σπίτι όπου ακούγονταν -ή δεν ακούγονταν- τριξίματα και φωνές, σ΄ ένα σπίτι φαντασμάτων, φανταστικών ή ζωντανών. Όποιος δεν γεμίζει τον κόσμο του με φαντάσματα, μένει μονάχος…
Η μητέρα της Μαρκέλλα ήταν εκεί, ολοζώντανη, με τις νευρώσεις της, τις ψυχώσεις της, τις μανίες της, τις καταθλίψεις της, τις στρεβλώσεις της, την διπολική διαταραχή, εκεί και η φανταστική εικόνα που δίνανε γι΄ αυτήν: η όμορφη, χαριτωμένη, κομψή, χαρούμενη, μοντέρνα κοπέλα -το πρότυπο.
Κι Εκείνη, η Άλκηστη, δίπλα, να μιλάει για θαύματα, για Αγίους και οράματα. Να βλέπει σπίθες ν΄ ανάβουν στη μέση του δωματίου, εικόνες να γνέφουν και σταυρούς να υψώνονται. Και μετά έρχονταν οι σκέψεις του θανάτου και ο φόβος της τρέλας.
Το τεράστιο μαύρο φάντασμα της αρρώστιας…
Τι μορφή να έχει μια ομιλούσα αρρώστια;
Πότε, όμως, χτίστηκαν οι τοίχοι; Διότι τους τοίχους τους επιλέγουμε. Όχι, όχι από εμάς χτίστηκαν, από εμάς ορθώθηκαν τα τούβλα. Πότε, λοιπόν, χτίστηκαν οι τοίχοι; Πότε σταμάτησαν να προσπαθούν να μιλούν με την Άλκηστη και πότε μεταξύ τους; Πότε άρχισε ν΄ αδιαφορεί η Άλκηστη και πότε οι άλλοι; Και πότε, επιτέλους, αυτό θα τελειώσει;
Ένας πατέρας ναυτικός, ο Αποστόλης Γιαννακός, που ταξίδευε με την γυναίκα του με τα δεξαμενόπλοια ανά τον κόσμο και που απατούσε ασύστολα την Άλκηστη.
Πώς να τα βγάλει πέρα η Άλκηστη με την ανταρσία, τους ναυτικούς, τους ανεμοστρόβιλους; Δεν την ξέρεις καλά την Άλκηστη! Η Άλκηστη ήταν κόρη καπετάνιου! Και σύζυγος καπετάνιου!
Μια θεία, η Καίτη, μεγάλο ταλέντο στο πιάνο, που βοηθούσε και την μητέρα και την κόρη.
Μια ιστορία λεπταίσθητων ήχων .Ο ήχος του Satie είναι ο ήχος της θείας. Ο ήχος ενός σπιτιού με αναμνήσεις και χαμένη ή κερδισμένη αγάπη. Υπάρχουν, όμως, και οι άλλοι ήχοι. Μια πόρτα που κλείνει με κρότο, θυμωμένα. Ένα κεφάλι που χτυπάει στον τοίχο ξανά και ξανά. Μουρμουρητά, προσευχές, ικεσίες. Φωνές δυνατές, αγριεμένες, φοβισμένες. Και τέλος, οι τόσο ζωντανοί, επαναλαμβανόμενοι, ανύπαρκτοι ήχοι. Να μας ψιθυρίζουν τα πράγματα, για τις ψευδαισθήσεις που έπεφταν σιγά σιγά, για τις μικρές, ανηλεείς εκπτώσεις, για τις παραμορφώσεις, για τη δική μας τόσο ασήμαντη αλήθεια. Ο καθένας είχε τη δική του.
Ένας ανεμοστρόβιλος οι φωνές, οι ενοχές, οι εμετοί, τα κεντήματα, η χειριστική συμπεριφορά, η νοσταλγία, η ελπίδα, η αρρώστια, οι άγιοι, τα παραστρατημένα κύτταρα, ο Satie, ο Freud, οι πίνακες, το θανατικό, αυτό το θανατικό που επιμένει να κυριαρχεί στην καθημερινότητα χλευάζοντας τις όποιες διεξόδους. Δεν έχει νόημα να προσπαθεί να το δαμάσει, να το δομήσει, να το καταλάβει, να το ξεπεράσει. Η πραγματικότητα είναι, απλώς, όλα αυτά μαζί, μαύρο σε βαθύ κόκκινο. Όπως έλεγε και η Κατερίνα Γώγου, «Εντάξει. Μεγαλώσαμε. Δεν κλαίμε»…
Ένα γλυκόπικρο βιβλίο, αναμφισβήτητης γοητείας. Με εξαίρετη αίσθηση της λεπτομέρειας και θαυμάσιους διαλόγους.
Η πλοκή είναι στοιχειώδης, αλλά η αφήγηση περιλαμβάνει πλήθος μικρές αφηγήσεις που δεν αφήνουν ασυγκίνητο τον αναγνώστη. Πέραν αυτού, πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο.
Η Φραντζέσκα Γιαννακού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Από το 1995 υπηρετεί ως δικαστής στο Συμβούλιο της Επικρατείας και από το 2019 έχει τον βαθμό του Συμβούλου Επικρατείας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στο Δημόσιο Δίκαιο από την ίδια Σχολή. Επί ένα ακαδημαϊκό έτος παρακολούθησε μαθήματα Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ως ακαδημαϊκή επισκέπτης. Εκτός από τις επιστημονικές δημοσιεύσεις της, έχει εκδώσει, με το ψευδώνυμο Γεωργία Α. Ιωάννου, την ποιητική συλλογή Δοκιμάζοντας την αλήθεια του συμπυκνωμένου χρόνου (εκδόσεις Φωτογραφίζοντας, 2014). Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στο Δεύτερο Ανθολόγιο του Κύκλου Ελλήνων Λογοτεχνών Δικαστών (Κ.Ε.Λ.Δ.) Εν αμφιβολία ποιητές (εκδόσεις Ελκυστής, 2020) και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το βιβλίο της Τρούφα (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2018) παρουσιάσθηκε σε θεατρικό αναλόγιο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στα πλαίσια του Φεστιβάλ «Η Δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο» (2018).
Κώστας Α. Τραχανάς
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ