Ήμουν σε μια αγρύπνια. Ξενυχτούσαμε τον αδερφό του πατέρα μου και οι παριστάμενοι αποχαιρετούσαν τον νεκρό, μιλώντας του, όπως μιλάμε πάντα στους νεκρούς μας. Τι θα σκεφτόταν αν μας άκουγε; Τι θα μας έλεγε αν μπορούσε να μιλήσει; Μέσα απ’ αυτές τις απλές ερωτήσεις προέκυψε, την ίδια στιγμή, πάνω απ’ το πτώμα του θείου μου, η κεντρική ιδέα. Φαντάστηκα, την ίδια στιγμή, τον ήρωά μου, ένα νεαρό αγόρι που μπορεί να αφουγκραστεί τις σκέψεις τους, τον θείο του, που θα θελήσει να εκμεταλλευτεί το χάρισμα του ανιψιού του, την περιπλάνησή τους από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία.
Είναι διττή η σημασία του θαρρώ. Μπορεί κανείς να σκεφτεί πως αναφέρεται στους νεκρούς που μέσα απ’ τα χείλη του Φανούρη έχουν την ανέλπιστη ευκαιρία να μιλήσουν και να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς που είχαν αφήσει απλήρωτους, να λύσουν τις εκκρεμότητες που μια ζωή τους βασάνιζαν αλλά μόνο μέσα απ’ την ελευθερία που τους προσφέρει ο θάνατος νιώθουν ότι μπορούν πια να αντιμετωπίσουν. Απ’ την άλλη, μπορεί να αναφέρεται στους ζωντανούς, σε όλους εμάς που ζούμε ταριχευμένοι στο ψέμα, που ζούμε απαρνούμενοι καθημερινά τις πραγματικές μας επιθυμίες, που ζούμε σαν νεκροί.
Αν και οι εποχές εκείνες ήταν εποχές όπου οι άνθρωποι πίστευαν ακόμα στα φαντάσματα και στα ξωτικά, είναι λογικό να είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε έναν τόσο ακραίο ισχυρισμό. Οι χωρικοί συνδυάζουν ακόμα και σήμερα αυτά τα χαρακτηριστικά, της ευπιστίας με την καχυποψία, επιρρεπείς στην εξαπάτηση και ταυτόχρονα ξεροκέφαλοι. Στη συνέχεια πάντως του βιβλίου, μετά από σημάδια αδιαμφισβήτητα, πείστηκαν, πράγμα που σήμερα μάλλον δεν θα γινόταν. Αν ο Φανούρης ζούσε σήμερα θα τον αναλάμβαναν οι ψυχίατροι, και η ιστορία θα έληγε εκεί.
Ο θείος είναι ο μόνος άνδρας στην οικογένεια, ο προστάτης, αυτός που έχει τον πρώτο λόγο. Άλλωστε η οικονομική τους κατάσταση είναι οικτρή και η «διερμηνεία» της γλώσσας των νεκρών μπορεί πράγματι να αποφέρει πολλά χρήματα, όπως και έγινε, στην αρχή τουλάχιστον. Άλλωστε εκείνη την εποχή ένας δεκαπεντάχρονος θεωρούνταν αρκετά μεγάλος για να φύγει από το σπίτι, να δουλέψει, να πάει σχολειό στη μεγάλη πόλη, να μπαρκάρει στα καράβια.
Αν αρχίζαμε να λέμε μόνο αλήθειες ο κόσμος μας θα κατέρρεε. Οι νεκροί είναι ειλικρινείς γιατί δεν έχουν τίποτε πια να χάσουν. Αυτό που μας καλούν να στοχαστούμε είναι πόση από την υποκρισία μας χρειαζόμαστε πραγματικά και πόση είναι ένα βάρος περιττό, που μας κατασκεπάζει. Όλο το βιβλίο θεμελιώνεται στη βάση αυτής της αντίθεσης, του κόσμου των ζώντων με τον κόσμο των πεθαμένων, στην αδυναμία των νεκρών να πούνε ψέματα, στην εμμονή τους με την αλήθεια.
Η κριτική, μέσα απ’ την τέχνη, τη φιλοσοφία, τον πολιτικό λόγο, είναι σίγουρα το πρώτο, απαραίτητο βήμα για κάθε αλλαγή, όπως η αυτοκριτική είναι απαραίτητη για να αλλάξει κανείς ό,τι στραβό βλέπει στον εαυτό του. Το πρόβλημα είναι ότι η κριτική σκέψη ατονεί διαρκώς, για να κυριαρχήσει η γκρίνια - όλοι γκρινιάζουν διαρκώς, για τα πάντα – ή μια στείρα καταγγελία – όλοι νιώθουν την ανάγκη να καταγγείλουν, όλοι είναι θύματα και ποτέ θύτες.
Είναι αγνός, άπειρος, αθώος. Για αυτό ήθελα να είναι δεκαπέντε χρονών, κι όχι μεγαλύτερος, ούτε παιδί πια αλλά ούτε ακόμα άνδρας. Βιάζεται να μεγαλώσει, να βγάλει τα κοντοπαντέλονα, να ξυριστεί, να γνωρίσει τον έρωτα, τη ζωή. Είναι εύπιστος γενικά, θαυμάζει τον θείο του, που είναι το μοναδικό ανδρικό πρότυπο στη ζωή του, και θα χρειαστεί να περάσει πολλά για να καταφέρει να τον απομυθοποιήσει. Οι διηγήσεις των νεκρών, οι αλήθειες που του φανερώνουν, καθώς και όλες οι απίθανες περιπέτειες που κατά την περιπλάνησή του βιώνει, τον επηρεάζουν βαθιά, τον φορτώνουν με το άχθος μιας συνείδησης που είναι πολύ βαριά για τους νεανικούς του ώμους.
Αυτή είναι η λειτουργία του έρωτα, η αποστολή του. Ήδη απ’ τους αρχαίους χρόνους, ο Ησίοδος τον περιγράφει σαν την δύναμη που κινεί όλες τις ενώσεις. Δίχως αυτόν όλα θα έμεναν ακίνητα, απαθή, ικανοποιημένα απ’ τον εαυτό τους. Ο έρωτας είναι κίνητρο, βάσανο και λύτρωση μαζί, αφού μας κάνει «ανήσυχους», μας αναγκάζει να δράσουμε, να ζήσουμε, να αναλωθούμε. Είναι ο αντίθετος πόλος του θανάτου· αντίθετος αλλά όχι αντιθετικός, αφού και ο θάνατος άλλο δεν κάνει απ’ το να καταλύει δεσμούς, να ανακατεύει ξανά την τράπουλα ώστε να συνεχιστεί το παιχνίδι.
Το βιβλίο το είχα πάνω από πέντε χρόνια στο συρτάρι μου, καθώς το απέρριψαν περισσότεροι από είκοσι εκδότες, οπότε, μετά από τόση συσσωρευμένη απογοήτευση, η επιτυχία του βιβλίου ήταν μια ανάσα αναζωογονητική, την οποία είχα πάψει να περιμένω.