Αναρτήθηκε στις:03-10-23 15:53

Συνέντευξη της Μαρίνας Πετσάλη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη


Το δύσκολο για μένα ήταν να σταθώ στο ύψος της οικογενειακής παράδοσης στα γράμματα



Η Μαρίνα Πετσάλη γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1971. Μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Από το 1997 εργάζεται ως διερμηνέας στις Βρυξέλλες, έχοντας κάνει μια παρένθεση για να ζήσει από το 2008 έως το 2013 στο Βερολίνο. Το "Δεν ήταν μέθη" είναι το πρώτο της βιβλίο.

Πώς σχεδιάσετε την προετοιμασία ενός βιβλίου;


Πρωτοπήρα την νεανική αλληλογραφία του Αλέξανδρου Διομήδη στα χέρια μου το 2004. Μου πήρε περί τα 2 χρόνια να αποκρυπτογραφήσω και να καταγράψω ηλεκτρονικά τις επιστολές, ενώ συγχρόνως έκανα έρευνα στο Βερολίνο, όπου σπούδασε. Ύστερα για μεγάλο διάστημα επεξεργαζόμουν ιδέες, τρόπους για να αποδώσω αυτήν την ιστορία έρωτα και ενηλικίωσης. Πειραματίστηκα με διάφορες προσεγγίσεις μέχρι να καταλήξω σε αυτό που διαβάζετε σήμερα.

Τι σας έδωσε το έναυσμα να γράψετε το μυθιστόρημα «Δεν ήταν μέθη», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ;


Με έπεισαν οι επιστολές και οι χαρακτήρες που αναδύονται ολοζώντανες μέσα από αυτές, λες και περίμεναν 70 χρόνια να ακουστούν. Ο πατέρας μου μού υπέδειξε το υλικό, και του αφιερώνω το βιβλίο, αλλά δεν θα το είχα γράψει αν δεν έβρισκα την ιστορία του Αλέξανδρου και της Ελένης όχι μόνο συναρπαστική, αλλά και σχετική με τις μέρες μας από πολλαπλές απόψεις. Είναι ένα συγκινητικό ρομάντζο μεν, αλλά με βαθιές κοινωνικές, πολιτικές και ιστορικές προεκτάσεις.

Ο τίτλος «Δεν ήταν μέθη», είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;


Ο τίτλος είναι παρμένος από ένα γράμμα της Ελένης προς τον Αλέξανδρο 10 χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία τους και είναι κυριολεκτικός: ο έρωτας τους εξελίχτηκε σε κάτι πολύ παραπάνω από την μέθη του νεανικού έρωτα. Αλλά βέβαια, όπως υποδηλώνει και η εικόνα του εξωφύλλου, η σχέση αυτή υπήρξε ΚΑΙ μέθη.

Στο μυθιστόρημα γράφετε για ένα υπαρκτό πολιτικό πρόσωπο. Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου;


Άκουγα για τον Διομήδη από μικρή. Ο παππούς μου τον έζησε από πολύ κοντά και ο πατέρας μου, ως ιστορικός, τον θαύμαζε ιδιαίτερα και ήθελε, γράφοντας μια βιογραφία του, να αναδείξει το έργο και το ήθος του. Μάζεψε πολύ υλικό, αλλά έμελλε να γράψει η επόμενη γενιά για τον Διομήδη: ο εξάδελφος μου Νίκος Παντελάκης για τον δημόσιο βίο του κι εγώ για τον προσωπικό.

Πώς ανακαλύψατε την αλληλογραφία του Αλέξανδρου Διομήδη;



Οι συγκεκριμένες επιστολές ήρθαν στο φως στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Βρέθηκαν λίγο πριν την κατεδάφιση του εξοχικού του Διομήδη. Μαθητές του διπλανού σχολείου είχαν μπει σε μια από τις ρημαγμένες αποθήκες του κτήματος και την έκαναν άνω κάτω, χωρίς όμως να πειράξουν μια μεγάλη κασέλα στην οποία βρέθηκαν μεταξύ άλλων και τα γράμματα της Ελένης. Εγώ όμως καταπιάστηκα με το υλικό αυτό το 2004 πια, έχοντας μάθει πρώτα γερμανικά.

Υπήρξαν και άλλες προφορικές ή γραπτές πηγές όπου αντλήσατε στοιχεία;


Ναι, πολλές. Υπάρχει πλούσιο οικογενειακό αρχείο και πατέρας μου είχε προλάβει, όσο ζούσαν ακόμη, να πάρει συνεντεύξεις από πολλούς ανθρώπους που γνώρισαν τον Διομήδη. Σε αυτές τις πηγές προστέθηκαν και γερμανικά αρχεία, όπως εκείνο της πόλης του Βερολίνου, και εννοείται, η ανάγνωση πολλών βιβλίων και διαδικτυακών πηγών. Τέλος, μπόρεσα και να βρω και ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στο πρώην Ανατολικό Βερολίνο που θυμόταν καλά την Ελένη.

Στο μυθιστόρημα αναφέρεστε στο διάστημα που ο Αλέξανδρος δεν ήταν πολιτικός αλλά διέμενε στο εξωτερικό. Ποιες ήταν οι δραστηριότητές του και οι σπουδές του;


Γύρισε στην Ελλάδα με διδακτορικό στα νομικά, έχοντας σπουδάσει σε Βαϊμάρη, Φράιμπουργκ και Βερολίνο. Συγχρόνως διάβαζε πολύ και για άλλα θέματα, επισκεπτόταν το θέατρο, συναυλίες και εκθέσεις, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στη Γαλλία (Ανζέ, Παρίσι) όπου συνέχισε τις σπουδές του μέχρι που γύρισε εσπευσμένα στην Ελλάδα λόγω του πολέμου του 1897.

Στο Βερολίνο γνωρίζει και ερωτεύεται την Ελένη. Ποια είναι η εξέλιξη αυτού του έρωτα;


Αυτό προτιμώ να το ανακαλύπτουν οι αναγνώστες διαβάζοντας το βιβλίο! Θα πω μόνο πως η ιστορία τους έχει πολλές ανατροπές και εντελώς απρόσμενη έκβαση, “σασπένς”, όπως μου είπε πρόσφατα κάποιος.


Μέσα από τις επιστολές και την διήγηση μας μεταφέρετε στην εποχή του 1895. Πώς καταφέρατε να απεικονίσετε και να περιγράψετε εκείνη την εποχή;


Έχοντας μελετήσει την κάθε λεπτομέρεια! Μέχρι και το τσαντάκι της Ελένης στην πρώτη σκηνή υπάρχει. Το είδα σε σπίτι/μουσείο της εποχής του 1900 στο Βερολίνο. Πέραν αυτού όμως, όταν διαβάζεις και διερευνάς κάτι για μεγάλο διάστημα, διεισδύεις σε αυτό με έναν τρόπο που, όπως λέει η Σίρι Χούστβεντ, σου επιτρέπει να “θυμηθείς όσα δεν έζησες ποτέ”. Θέλει πάντως και μεγάλη αγάπη για το αντικείμενο...

Δεν είναι δύσκολο να γράφει ο συγγραφέας για ένα συγγενή του;


Καθόλου. Το αντίθετο ισχύει, τουλάχιστον όταν ο συγγενείς δεν ζει πια και τον εκτιμάς ιδιαίτερα. Το δύσκολο για μένα, η πρόκληση, ήταν να σταθώ στο ύψος της οικογενειακής παράδοσης στα γράμματα.

Πώς νιώθετε που γράψατε το πρώτο μυθιστόρημα σας. Πώς αντέδρασαν οι αναγνώστες σε αυτό το επιχείρημα;


Μετά από τόσα χρόνια κόπου και ενασχόλησης αισθάνομαι περηφάνεια, μα και ανακούφιση που το “Δεν ήταν μέθη” έγινε πραγματικότητα. Πόσο δε που το βιβλίο φαίνεται να αρέσει. Πολλοί μου γράφουν πως το ρούφηξαν, το διάβασαν απνευστί, ή πως έκλαψαν στο τέλος. Άλλοι μου γράφουν πως τους γέμισε η βαθιά συναισθηματική πληρότητα του έργου, η υπαρξιακή του στάση, η λεπτή εξέλιξη των ηρώων, η ερωτική ή πολιτική του φιλοσοφία... Διότι όπως από την αρχή υποπτεύθηκα, εν τέλει υπάρχει κάτι σε αυτή την ιστορία που αφορά όλους μας.



img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ