Αναρτήθηκε στις:05-07-24 12:56

Το Σχίσμα μεταξύ Εκκλησίας Ηπείρου και Οικουμενικού Πατριαρχείου την περίοδο 1204-1235 και η συμμετοχή της Οσίας Θεοδώρας στην οριστική λύση του


Ιστορική έρευνα: πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου


Η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Άρτα στις 29 Ιουνίου 2024, ήταν ένα ΙΣΤΟΡΙΚΟ και ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ γεγονός. Ένα από τα σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα που έπρεπε να παρουσιάσουν οι τοπικοί άρχοντες (και δεν το έκαναν), για να αποδείξουν τι συνδέει την Άρτα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ήταν η συμβολή της Οσίας Θεοδώρας στην λύση του Σχίσματος μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Δεσποτάτο της Ηπείρου, που ταλαιπώρησε για περισσότερο από ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ (1204-1235) την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ηπείρου.

Το σοβαρότατο αυτό εκκλησιαστικό θέμα έγινε αντικείμενο διδακτορικής διατριβής Μητροπολίτη του Οικουμενικού θρόνου και καθηγητή της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, περιλαμβάνεται δε και σε άλλες εργασίες που αφορούν την ιστορία του Οικουμενικού Θρόνου. Το θέμα ανέφερε και στις ιστορικές μελέτες για την Οσία Θεοδώρα ο μακαριστός Αρτινός ιστορικός ερευνητής Κ.Τσιλιγιάννης.

Πως δημιουργήθηκε το Σχίσμα μεταξύ της Εκκλησίας του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου


Μετά την κατάληψη της Κων/πολης το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ Σταυροφορίας, δημιουργήθηκαν λατινικά κράτη (3), ενώ σε άλλες περιοχές, όπως η Ήπειρος, η Τραπεζούντα και η Νίκαια, δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα μεταξύ τους ελληνικά κέντρα. Αυτά όπως ήταν αναμενόμενο, μετά την καλύτερη δυνατή συγκρότηση τους έσπευσαν να θεωρήσουν εαυτά διαδόχους και κληρονόμους της παλαιάς αυτοκρατορίας, αλλά και ζούσαν με το όραμα της αναστηλώσεως της στην προηγούμενη έκταση της. Ένας τέτοιος όμως στόχος άνοιγε ένα διπλό μέτωπο. Αφ' ενός μεν εκείνο εναντίον των Λατίνων κατακτητών, αφ' ετέρου δε και ένα μέτωπο εσωτερικό. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ελληνικών κρατών είναι το κύριο χαρακτηριστικό γεγονός της περιόδου στο πρώτο ήμισυ του 13ου αιώνα. Η πολιτική ηγεσία της Νικαίας και της Ηπείρου μεταχειρίζεται κάθε πρακτική για να πραγματώσει τους στόχους της και δε διστάζει να χρησιμοποιήσει για το σκοπό αυτό και την Εκκλησία, που δεν μπόρεσε να μείνει ανεπηρέαστη αλλά χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές ως ένα από τα εκτελεστικά όργανα της κατατετμημένης τότε πολιτικής εξουσίας. Η κάθε πλευρά προσπάθησε να οχυρωθεί όσο γινόταν καλύτερα για να μπορέσει να επιβληθεί στην άλλη. Αυτό είχε πράγματι ως συνέπεια να ξεσπάσει ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.

Ο κύριος ανταγωνισμός αναπτύχθηκε μεταξύ του δεσποτάτου της Ηπείρου από τη μια πλευρά και του βασιλείου της Νικαίας από την άλλη. . Ο ανταγωνισμός αυτός για την κατάκτηση της χαμένης πρωτεύουσας και την αναστήλωση της παλιάς αυτοκρατορίας είχε σοβαρό αντίκτυπο και στα εκκλησιαστικά πράγματα. Η μεν εκκλησιαστική ηγεσία της Νικαίας θεώρησε τη Νίκαια ως προσωρινή έδρα του πατριαρχείου.

Ο προκαθήμενος της εκκλησίας της Νικαίας δεν έπαυσε ασφαλώς ποτέ να θεωρεί τον εαυτό του ως Οικουμενικό πατριάρχη, νόμιμο διάδοχο των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, με ό,τι αυτό για την κανονική του θέση συνεπάγετο. Κατά τον ίδιο τρόπο η πολιτική ηγεσία της Νικαίας θεωρούσε τον εαυτό της ως διάδοχο του αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι, με βάση το σοβαρό αυτό κριτήριο της διαδοχής, η Νίκαια υπερτερούσε ιεραρχικά από όλα τα άλλα ελληνικά κέντρα πού είχαν δημιουργηθεί.

Από την άλλη πλευρά όμως, στο δεσποτάτο της Ηπείρου, στις αδιαμφισβήτητες άλλοτε επαρχίες του πατριαρχικού οικουμενικού θρόνου, υπάρχουν μητροπολίτες και επίσκοποι που προοδευτικά και με την πάροδο του χρόνου, κυρίως μετά από στρατιωτικές επιτυχίες της πολιτικής ηγεσίας, αρνούνται την κανονική δικαιοδοσία του πατριαρχείου στην Ήπειρο.

Για τους ηγεµόνες της Ηπείρου, ο έλεγχος και η διοικητική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου (σε προσωρινή εξορία στη Νίκαια) σήμαινε την αποδοχή των αυτοκρατορικών αξιώσεων των Λασκαριδών της Νίκαιας.

Ο Μιχαήλ Άγγελος, πρώτος ηγεµόνας της Ηπείρου, παίρνοντας σοβαρά υπόψη το ενδεχόµενο της επιρροής των αντιπάλων του Λασκαριδών, που θα περιείχε η χειροτονία αρχιερέων της επιλογής του Πατριάρχη στα εδάφη του, ακολούθησε ανεξάρτητη εκκλησιαστική πολιτική, θέλοντας να δηµιουργήσει αυτόνοµη Εκκλησία µέσα στο ανεξάρτητο κράτος του. Η πολιτική αυτή των ηγεµόνων της Ηπείρου εκδηλώθηκε αρχικά µε τις αντικανονικές χειροτονίες επισκόπων στις κενές έδρες των πόλεων, που ανακατέλαβαν από τους Λατίνους.

Ύστερα από παρέµβαση του Μιχαήλ Άγγελου, η σύνοδος των επισκόπων της Ηπείρου που συνήλθε στην Άρτα το 1213, εξέλεξε µητροπολίτη ∆υρραχίου τον ∆οκειανό και µητροπολίτη Λάρισας τον Καλοσπίτη.

Καθώς όµως ο Πατριάρχης δεν ενηµερώθηκε, αλλά ούτε και ζητήθηκε η γνώµη του, οι χειροτονίες των αρχιερέων αυτών ήταν αντικανονικές και άκυρες. Παρ΄ όλα αυτά ο Μιχαήλ δεν επιζήτησε την ευθεία σύγκρουση µε το Πατριαρχείο, αλλά υπέβαλε αίτηµα στον Πατριάρχη για την έγκριση της υποψηφιότητας των επισκόπων του και επικύρωση του διορισµού τους. Στην απόφασή του για εκκλησιαστική προσέγγιση ανάµεσα στη Νίκαια και την Ήπειρο, ο Μιχαήλ οδηγήθηκε είτε κάτω από την επιρροή του κλήρου του, είτε γιατί θεώρησε ότι ήταν αρκετά τολµηρό ν΄ αµφισβητήσει την πατριαρχική δικαιοδοσία από τόσο νωρίς. Το αίτηµα ωστόσο του Μιχαήλ έµεινε αναπάντητο, είτε γιατί οι Πατριάρχες Μιχαήλ Α΄, Θεόδωρος Β΄(1214-1216) και Μάξιµος Β΄(1216) προτίµησαν ν΄ αγνοήσουν το πρόβληµα, είτε γιατί οι δυσµενείς πολιτικές συνθήκες κάτω απ΄ τις οποίες αγωνιζόταν να επιβιώσει η Νίκαια ως κρατική οντότητα δεν επέτρεπαν κάποιου είδους δραστική επέµβαση εκ µέρους του Πατριαρχείου.

Η Εκκλησιαστική πολιτική επί Θεοδώρου Άγγελου Κομνηνού


Την ίδια πολιτική στα εκκλησιαστικά θέµατα ακολούθησε και ο διάδοχος του Μιχαήλ, Θεόδωρος Άγγελος (1215-30). Ο Θεόδωρος Άγγελος µε µια σειρά από λαµπρές νίκες εναντίον των Λατίνων και Βουλγάρων κατόρθωσε να καταλάβει τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την περιοχή της νοτιο-δυτικής Βουλγαρίας και την περιοχή βόρεια του ∆υρραχίου, στην κεντρική Αλβανία. Οι νίκες του και η γρήγορη επέκταση τού κράτους του φαίνεται πως τον έπεισαν να προχωρήσει τα σχέδια του αδελφού του Μιχαήλ για την ίδρυση αυτόνοµης Εκκλησίας στο κράτος της Ηπείρου. Στις περιοχές που απελευθέρωσε ο Θεόδωρος, φρόντισε να εγκατασταθούν δικοί του επίσκοποι, χωρίς τη γνώµη του Πατριάρχη. Έτσι στον κενό θρόνο της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας χειροτονήθηκε ο ∆ηµήτριος Χωµατιανός, στην Κέρκυρα ο Γεώργιος Βαρδάνης, στην έδρα του Θαυµακού ο Συµεών, στις Σέρρες ο Γοριανίτης και στην έδρα Νέων Πατρών ο Καστοµύρης. Πολύ σηµαντικό για την εποχή στην οποία αναφερόµαστε είναι το “συνοδικόν”, ένα έγγραφο που σύνταξε η σύνοδος της Ηπείρου, η οποία συνήλθε στην Άρτα το 1219 για την εκλογή του Βαρδάνη στην έδρα της Κέρκυρας και το οποίο απηχεί τις απόψεις των αρχιερέων της Ηπείρου για το πρόβληµα της πατριαρχικής δικαιοδοσίας στο ανεξάρτητο κράτος τους. Με το έγγραφο αυτό η σύνοδος της Ηπείρου, δικαιολογούσε την επέµβαση του ηγεµόνα τους στις εκλογές επισκόπων, θεωρώντας ότι οι διορισµοί επισκόπων στις κενές έδρες δεν έπρεπε να ληφθούν ως παραβίαση της πατριαρχικής δικαιοδοσίας.

Οι ενέργειές τους αυτές οφείλονταν στις επικρατούσες πολιτικές συνθήκες και στο µόνιµο κίνδυνο από τους Λατίνους, που απειλούσαν τη διατήρηση της Ορθόδοξης πίστης του ποιµνίου τους. Για όλους αυτούς τους λόγους έπρεπε να ενεργήσουν µέσα σ΄ ένα πνεύµα “οικονοµίας”.

Ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν


Η ολοένα αυξανόµενη ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ηπείρου ανάγκασε τον Πατριάρχη Μανουήλ Α΄ να διαµαρτυρηθεί έντονα. Σε επιστολή του προς το µητροπολίτη Ναυπάκτου και τον αρχιεπίσκοπο Γαρδικίου (Φεβρουάριος 1222), αναγνώρισε τους αντικανονικούς διορισµούς του Καλοσπίτη ως µητροπολίτη Λάρισας και του ∆οκειανού ως µητροπολίτη ∆υρραχίου, µε τον όρο ότι στο µέλλον θα έπρεπε να ακολουθηθεί η κανονική διαδικασία, αλλιώς θα επιβάλλονταν τα προβλεπόµενα από τους ιερούς κανόνες επιτίµια. Καθώς όµως οι επισκοπικοί διορισµοί συνεχίζονταν δίχως την έγκριση του, η ρήξη ανάµεσα στην Εκκλησία της Ηπείρου και το Πατριαρχείο βάθαινε. Το ιδιότυπο αυτό καθεστώς των σχέσεων της Εκκλησίας της Ηπείρου και του Οικουµενικού Πατριαρχείου µε την ανταλλαγή επιστολών, συνεχίστηκε µέχρι το 1224, ηµεροµηνία απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τους Λατίνους. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε ορόσηµο στη δραµατική αλλαγή των σχέσεων των δύο Εκκλησιών από το καθεστώς του διαλόγου σε σχίσµα.

Η ανταλλαγή των επιστολών αφήνει να φανεί η εµµονή των δύο πλευρών στις θέσεις τους και η διαφορετική αντιµετώπιση του ίδιου προβλήµατος, των επισκοπικών εκλογών και της διοικητικής δικαιοδοσίας του Πατριάρχη, που αποτελούσε βασικό σηµείο της διαµάχης τους. Ο Ιω. Απόκαυκος και η σύνοδος της Ηπείρου επέμεναν πως η εκκλησιαστική πολιτική που ακολουθούσαν καθοριζόταν σε µεγάλο βαθµό από τις πολιτικές συνθήκες της εποχής τους. Αναγνώριζαν την πνευµατική δικαιοδοσία του Πατριάρχη, το όνοµά του υπήρχε στα δίπτυχα, όµως δεν του αναγνώριζαν επέµβαση στο εσωτερικό του κράτους τους σε θέµατα εκκλησιαστικής διοίκησης.

Το Οικουµενικό Πατριαρχείο ωστόσο, αντιµετώπιζε το θέµα ως παράβαση της κανονικής διαδικασίας και ουσιαστικά απειλή για την ενότητα της Εκκλησίας. Απέρριπτε τη θεωρία της διοικητικής διαίρεσης της Εκκλησίας επειδή και η Αυτοκρατορία ήταν πολιτικά διαιρεµένη και θεωρούσε το κράτος της Νίκαιας γνήσιο συνεχιστή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και την Εκκλησία αναπόσπαστο µέρος του κράτους αυτού. Θεωρούσε ακόµα µη αµφισβητήσιµο και νόµιµο τον τίτλο του Πατριάρχη Κων/πόλεως, για τον αρχιερέα του κράτους της Νίκαιας.

Η τελική ρήξη ανάµεσα στη Νίκαια και στην Ήπειρο ήρθε µε την αυτοανακήρυξη του Θεόδωρου Άγγελου σε αυτοκράτορα, µετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1224. Η χρίση και η στέψη του έγινε από τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδας ∆ηµήτριο Χωµατιανό. Λίγο αργότερα, το 1225, συνήλθε στην Άρτα η σύνοδος των επισκόπων της Ηπείρου για να καθορίσουν τη µελλοντική θρησκευτική πολιτική τους απέναντι στο Πατριαρχείο της Νίκαιας. Τις αποφάσεις της τις γνωστοποίησε µε µια επιστολή προς τον Πατριάρχη Γερµανό Β.

Στην επιστολή αυτή επαναλάµβαναν πως δεν δέχονταν την πατριαρχική διοικητική δικαιοδοσία και ζητούσαν να τους δοθεί το δικαίωµα να επιλέγουν µόνοι τους τους επισκόπους τους. Εάν ο Πατριάρχης συµφωνούσε µε τα αιτήµατά τους, θα αναγνώριζαν την πνευµατική του εξουσία και το όνοµά του θα συνέχιζε να αναγράφεται στα δίπτυχα. Έδιναν χρόνο τριών µηνών για ν΄ απαντήσει ο Πατριάρχης στα αιτήµατά τους, αλλιώς ήταν πιθανόν να υποκύψουν στις πιέσεις του Θεοδώρου Άγγελου για αναγνώριση του πρωτείου της Ρώµης. Η διπλή αυτή πρόκληση, µε την αµφισβήτηση των αυτοκρατορικών δικαιωµάτων των Λασκαριδών την Νίκαιας και της δικαιοδοσίας του Πατριάρχη στα εδάφη της Ηπείρου ήταν η αρχή του σχίσµατος στις εκκλησιαστικές σχέσεις των δύο κρατών. Ο Πατριάρχης Γερµανός Β΄ απάντησε αµέσως µε τη σύγκληση συνόδου στη Νίκαια, στην οποία συµµετείχαν σαράντα περίπου επίσκοποι, όπου καταδίκασε το Θεόδωρο Άγγελο για το σφετερισµό του τίτλου “βασιλεύς” και τον κάλεσε να βγάλει την πορφύρα, γιατί ήταν αφύσικο να υπάρχουν δύο Αυτοκράτορες και δύο Πατριάρχες. Η αποστολή του µητροπολίτη Αµάστριδος Νικολάου Καλοήθη φαίνεται πως δεν κατάφερε τίποτε. Το σχίσµα επήλθε και το όνοµα του Πατριάρχη έπαψε να µνηµονεύεται στη Θεία Λειτουργία.

Η αρχή της λύσης του προβλήματος


Τη λύση στο εκκλησιαστικό αυτό ζήτηµα την έδωσε η κατάρρευση της πολιτικής και στρατιωτικής δύναµης της Ηπείρου έπειτα από την ήττα του Θεόδωρου Άγγελου στη µάχη της Κλοκοτινίτσας το 1230.Η Εκκλησία της Ηπείρου στερηµένη από την παρουσία του ικανότατου αυτοκράτορά της, ο οποίος στήριζε τις αξιώσεις της για εκκλησιαστική ανεξαρτησία, αναγκάστηκε σύντοµα να υποκύψει στις πιέσεις τού Πατριαρχείου για υπαγωγή στη διοικητική δικαιοδοσία του.

Ο Μανουήλ Άγγελος (1230-1237) αδελφός και διάδοχος του Θεόδωρου, άρχισε αµέσως διαπραγµατεύσεις µε τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη και τον Πατριάρχη Γερµανό Β΄ για την παραίτησή του από κάθε αξίωση στην αυτοκρατορική διαδοχή και την εκκλησιαστική ανεξαρτησία της Ηπείρου. Ο Μανουήλ αποφάσισε την άρση του σχίσµατος και δέχθηκε τη διοικητική δικαιοδοσία του Πατριάρχη στα εδάφη του. Ο Πατριάρχης έστειλε, µε συνοδική απόφαση, το µητροπολίτη Αγκύρας Χριστόφορο ως έξαρχό του στην Ήπειρο. Ο Χριστόφορος λίγο µετά την άφιξή του (1233) συγκάλεσε σύνοδο στην οποία ανακοινώθηκε επίσηµα στον κλήρο της Ηπείρου και της Μακεδονίας η άρση του σχίσµατος.

Σύµφωνα µε όσα έχουν εκτεθεί πιο πάνω, οι εκκλησιαστικές σχέσεις ανάµεσα στην Εκκλησία της Ηπείρου και το Οικουµενικό Πατριαρχείο πέρασαν από δύο φάσεις. Στην πρώτη (1204-1224), ο κλήρος της Ηπείρου απέφυγε την απευθείας ρήξη µε τον Πατριάρχη, ζητώντας πάντα ταπεινά την επικύρωση των χειροτονιών που έγιναν, εκθέτοντας µε υποµονή τα επιχειρήµατά τους και περιµένοντας να έρθουν σε κάποιο είδος συµφωνίας. Στη δεύτερη (1225-1233), ο κλήρος της Ηπείρου υιοθέτησε µια πιο άκαµπτη στάση. Αποφάσισε να συνεχίσει τις εκλογές και τις χειροτονίες επισκόπων δίχως τη συναίνεση του Πατριάρχη και να υπερασπίσει την εκκλησιαστική του ανεξαρτησία απέναντι στην πατριαρχική διοικητική δικαιοδοσία. Ηγέτης της Εκκλησίας της Ηπείρου αναδείχθηκε την περίοδο αυτή ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος ∆ηµήτριος Χωµατιανός, ο οποίος αντιµετώπιζε πλέον τον Πατριάρχη ως ίσος.

Το σχίσµα που επήλθε στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών δεν εµπόδισε τη µεταξύ τους αλληλογραφία και την ανταλλαγή επιχειρηµάτων τους. Στη διάρκεια αυτών των δύο φάσεων το Πατριαρχείο Κων/πόλεως έπαψε ουσιαστικά να ασκεί τη διοικητική του δικαιοδοσία επί της Εκκλησίας της Ηπείρου. Στην πρώτη φάση αυτής της περιόδου (1204-1224) αγνοήθηκε η γνώµη του Πατριάρχη για τις εκλογές και χειροτονίες επισκόπων στο κράτος της Ηπείρου, ενώ ζητούνταν επίµονα η εκ των υστέρων επικύρωση αυτών των χειροτονιών. Ο κλήρος της Ηπείρου αναγνώριζε την πνευµατική εξουσία του Πατριάρχη, µε µια ασαφή έννοια, απορρίπτοντας όµως τη διοικητική δικαιοδοσία του. Στη δεύτερη φάση (1225-1232), τη φάση του εκκλησιαστικού σχίσµατος, το όνοµα του Πατριάρχη έπαψε να αναφέρεται στην επικράτεια του κράτους της Ηπείρου. Οι εκκλησιαστικές επαρχίες που ενσωµατώθηκαν στο κράτος της Ηπείρου µε τις προοδευτικές κατακτήσεις των Αγγέλων και στις οποίες έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται η διοικητική δικαιοδοσία του Οικουµενικού Πατριαρχείου από το 1204 ως και το 1230, ήταν: οι µητροπόλεις Ναυπάκτου και Κέρκυρας καθώς και η αρχιεπισκοπή Λευκάδος, στην Παλαιά Ήπειρο• η µητρόπολη ∆υρραχίου στη Νέα Ήπειρο• οι µητροπόλεις Λαρίσης και Νέων Πατρών και οι αρχιεπισκοπές Γαρδικίου και Φαρσάλων, στη Θεσσαλία• οι µητροπόλεις Θεσσαλονίκης, Φιλίππων και Σερρών, στη Μακεδονία• οι µητροπόλεις Αδριανουπόλεως, Φιλιππουπόλεως και Τραϊανουπόλεως καθώς και οι αρχιεπισκοπές Μαρωνείας και ∆ιδυµοτείχου, στη Θράκη.

Η επισημοποίηση του τέλους του Σχίσματος


Η επισημοποίηση του τέλους του σχίσματος έγινε με την πρόσκληση στην Άρτα του Πατριάρχη Γερμανού του Β από την Οσία Θεοδώρα και τον σύζυγό της. Το 1238 ο Μιχαήλ Β΄ και η οσία Θεοδώρα προσκάλεσαν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Β΄, να τελέσει τα εγκαίνια του ναού της Ιεράς Μονής της Παναγίας του Μπρυώνη.

Ο Πατριάρχης αποδέχτηκε την πρόταση, όπως αποδεικνύεται από ένα σωζόμενο τμήμα της λίθινης επιγραφής που υπάρχει στο αέτωμα της βόρειας πλευράς του παραπάνω ναού και στην οποία αναγράφονται τα εξής: «Σταυροπήγιον πατριαρχικόν το αγιασθέν παρά Γερμανού και οικουμενικού Πατριάρχη». Έτσι, ο Πατριάρχης Γερμανός Β΄ είναι ο πρώτος Πατριάρχης που επισκέφτηκε την Άρτα. (Κ.Τσιλιγιάννη -ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ σελ.96).

Η επίσκεψη στην Άρτα του Πατριάρχη Γερμανού Β, μετά την άρση του ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ με βάση την εκκλησιαστική πρακτική, πρέπει να είχε και ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ των εμπλεκομένων στο Σχίσμα εκκλησιαστικών ανδρών για την διακήρυξη της αποκατάστασης της εκκλησιαστικής ενότητας. Οπότε η άποψη ότι ο σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ο πρώτος που λειτουργεί στην Άρτα αμφισβητείται από τα ιστορικά γεγονότα.

Με την άρση του σχίσματος αποκαταστήθηκε η διοικητική δικαιοδοσία του Οικουµενικού Πατριαρχείου στα εδάφη του κράτους της Ηπείρου. Έξω από τη δικαιοδοσία του έµειναν οι λατινοκρατούµενες περιοχές του νότιου Ελλαδικού χώρου, των Κυκλάδων, των Ιόνιων νησιών και της Κρήτης.

Ποιος ήταν ο Πατριάρχης Γερμανός Β


Ο Γερμανός είναι ο μοναδικός εκ των πατριαρχών της περιόδου αυτής, ο οποίος επεδίωξε να ενισχύσει το φρόνημα του ορθοδόξου ποιμνίου στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο υπέφερε από τις βιαιοπραγίες των λατίνων και τον προσηλυτιστικό κίνδυνο των Βογομίλων. Την αντίθεση του απέναντι στους λατίνους ήταν αδύνατο να αποκρύψει ο Γερμανός, όταν πιεζόμενος από την πολιτική ηγεσία της Νικαίας αναγκάστηκε να διαπραγματευθεί την ένωση των Εκκλησιών με την καθολική Εκκλησία. Σε επιστολή του προς τον πάπα Γρηγόριο Θ', αλλά και σε άλλη προς καθολικούς καρδιναλίους, εκφράζει μεν την επιθυμία να συμβάλλει στην ένωση και δέεται του Κυρίου να φωτίσει το πνεύμα τους για να διαπραγματευθούν υπό το φως της αληθείας την ειρήνη και την ομόνοια της Εκκλησίας, με παρρησία όμως προβάλλει σαν αιτία του χωρισμού την τυραννική καταπίεση από τη μεριά της καθολικής Εκκλησίας που από πραγματική μητέρα μεταβλήθηκε σε μητρυιά. Όπως ακριβώς οι απόστολοι έμειναν μεταξύ τους ενωμένοι με το δεσμό της αγάπης σε μια αληθινή πίστη και διδασκαλία, το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει μεταξύ καθολικής και ορθοδόξου Εκκλησίας. Η αληθινή πίστη διαφυλάχθηκε από την ελληνική Εκκλησία που πολέμησε κάθε αιρετικό και γι' αυτό το λόγο η καθολική Εκκλησία της οφείλει ευγνωμοσύνη.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1. Ευάγγελος - Κύριλλος Κατερέλος. Η Κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των επαρχιών του Δεσποτάτου της Ηπείρου κατά την περίοδο 1204-1235. Θεσσαλονίκη 1994.

2. Ν. Σ. Ακριτίδης. Η εκκλησιαστική γεωγραφία του Οικουμενικού θρόνου από τον 9ο αιώνα μέχρι το 1453.Θεσσαλονίκη 2003.

3. Ν. Λάππας. Η πολιτική ιστορία του Κράτους της Ηπείρου. Θεσσαλονίκη 2007.

4. Κ. Τσιλιγιάννη. Ιστορικά Ανάλεκτα. Άρτα 2012.



img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ