Κείμενο-φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*
Πριν από μερικούς μήνες, ένας γνωστός μου που κατάγεται από ένα μικρό χωριό μού έλεγε τα εξής:
-Ρε Βασίλη, πάλι στην Ήπειρο θα πας; Χειμώνα κιόλας; Εκεί βασιλεύει η ερημιά τώρα… Με τίποτα δεν θα μπορούσα να ζήσω στο χωριό! Μπορεί να γεννήθηκα και να μεγάλωσα εκεί, αλλά πλέον μετά τις σπουδές μου έχω συνηθίσει στην Αθήνα! Ειδικά τώρα που πήρα και σύνταξη, δεν το κουνάω ρούπι! Τι να κάνω στο χωριό; Να πάω και να είμαι σαν τον φυλακισμένο; Εκεί δεν έχεις ούτε πού να πας, ούτε τι να κάνεις! Τι να κάνω; Βλέπω τον μπαρμπα-Κώτσιο και τη θεια-Λάμπρω και τους λυπάμαι, με πιάνει κατάθλιψη! Ενώ εδώ είναι παράδεισος! Δεν σου λείπει τίποτα! Θέλεις να πας σ’ ένα θέατρο; Κινηματογράφο; Ταβέρνα; Σε μια καφετέρια; Έχεις όλες τις επιλογές! Να σου πω την αλήθεια, γι’ αυτό και δεν έκανα καμία επισκευή στο πατρικό μου. Από τότε που πέθανε και η μάνα μου, ελάχιστες φορές πήγα. Το σπίτι τώρα έχει προβλήματα… τα πορτοπαράθυρα είναι παλιά, ξεχαρβαλώθηκαν… μέσα είναι πράσινο απ’ την υγρασία… έσπασαν και κεραμίδια στη στέγη, οπότε βάζει νερό…
Αυτός λοιπόν ο συνομιλητής μου, όταν η κατάσταση με την πανδημία άρχισε να εκτραχύνεται, έφυγε «νύχτα και σκοτάδι», όπως λέμε στην Ήπειρο.
Και πήγε σ’ αυτό το ετοιμόρροπο σπίτι, για να γλιτώσει απ’ την καταιγίδα που μαίνεται (και) στην πρωτεύουσα της Ελλάδας. Κοιτάζει να σώσει το κεφάλι του. Για να μη σχολιάσω την αντικοινωνική του συμπεριφορά, όπως και χιλιάδων άλλων, οι οποίοι αγνόησαν τις συστάσεις των Αρχών να παραμείνουν στον τόπο μόνιμης κατοικίας, αλλά έφυγαν για να προφυλαχθούν, αδιαφορώντας όμως προκλητικά για το ότι με την ενέργειά τους αυτή έθεταν σε μέγιστο κίνδυνο τη ζωή των ηλικιωμένων συγχωριανών τους.
Τώρα έχουν αντιστραφεί τα πράγματα! Μου αφηγούνταν τηλεφωνικά ο… μπαρμπα-Κώτσιος: «Τι να κάμει αυτός ου άνθρουπους σ’ αυτό του παλιόσπ’του; Θα πέσει ολότιλα! Απόξου στ’ μάντρα (αυλή) είνι γιουμάτου σκούπρα (σκουπίδια), χουρτάριασι ου τόπους! Κι πώς να ζισταθούν αυτός κι η γ’ναίκα του; Ούτι ξύλα δεν έχουν... Ένα παλιουτζιάκι απού τότι πο’ ‘ζηγαν (ζούσε) οι γουνέοι του! Κι ξέρ’ς τι κρύου έχει τώρα στου χουριό… Κι αυτός, τόσα λιπτά έβγανι, δε μπόρισι να του φκιάσει λίγου… Τουν γλέπου κι τουν χλίβουμαι (λυπάμαι)…».
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που σερβίρεται κρύο!
Φυσικά δεν θα μπορούσα να μη ζητήσω τη γνώμη του φιλικού ζευγαριού ηλικιωμένων κτηνοτρόφων που ζουν απομονωμένοι, εκτός οργανωμένου οικισμού. Παραθέτω ασχολίαστα τα όσα μού είπαν:
«Πριν απού μας, στ’ς παππούδις μας, ήταν μια άλλη αρρώστια, η βλογιά, αυτήνη η χολέρα! Σπύριαζι ου άνθρουπους, σαν ψώρα, μάδαγι πατόκορφα! Τ’ς ξεμπλέτσωναν (ξεγύμνωναν) κι τ’ς τύλιγαν σι σιντόνια, για να μην τ’ς πουνάν’ τα σπ’ριά!
Ιτούτου ιδώ το νόσημα σήμιρα (ενν. κορωνοϊός) αλονουσία πρέπει να ’ναι αυτό! Υπούφιρναν πουλύ τα παλιά τα χρόνια! Πυριτό μιγάλου, παρελυσία, δεν όρ’ζις (ένιωθες) του κουρμί σου!
Κι είχαμαν αντιπυρίνη, ήταν πράσινου του χαπάκι, κι του κινίνου ήταν κάπους κόκκινου… Του θ’μάμι κατακαλά…
Τ’ς αδύνατους έπιανι η αρρώστια αυτήνη, μ’κρούς κι τρανούς. Αλλά τότι ήταν φτώχεια μιγάλη! Δεν ήταν φάρμακα…
Αλλά κι σήμιρα τα ’χουν νοθιμένα τα φάρμακα. Σα να χαλέψεις (ζητήσεις) ισύ ένα κιλό γάλα κι ιγώ να βάλου κι ένα κιλό νιρό. Είνι γάλα αυτό; Δεν έχει καμία δύναμη (θρεπτική αξία) του γάλα αυτό!
Άκ’σαμαν στ’ς ειδήσεις… Απού ιργουστάσιου (ενν. εργαστήριο) στ’ν Κίνα έσπασι ένα πράμα... Όπους τότι στου Τσιρλομπίμ (Τσερνομπίλ). Έδουκι ουργή (κατάρα) ου Θιός στουν κόσμου, να ξιπατουθεί!
Ιμείς ιδώ στου χουριό, δεν έχουμι ούτι καράβια, ούτ’ αεροπλάνα, να έρθει κόσμους… Είμαστι μαναχοί, αλλά είμαστε καλύτιρα…».
Από τις άπειρες σκληρές εικόνες και ειδήσεις με τις οποίες έχουμε βομβαρδιστεί, οι περισσότερες προέρχονται από τη γειτονική Ιταλία, η οποία θρηνεί εκατόμβες θυμάτων. Όπως είδαμε, οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνοι τους, ακόμη κι αν έχουν παιδιά κι εγγόνια. Κι αυτό το βίωσαν οι ηλικιωμένοι συνομιλητές μου…
«Του θ’μάμι καλά αυτό, π’ του μολόγαγι η μάνα μ’…
Του ’18 θέρ’ζι η γρίπη (ενν. ισπανική), πέθαναν 22 χουριανοί μας! Ένα κοπελάκι π’ χαρουπάλευε του πήγαν στ’ν ικκλησιά κι τ’ άφ’καν ικεί να ξεψυχήσει. Κι πέθανι μαναχό του! Μολόγαγαν οι παλιοί… Βρόμ’σι ου κόσμους απ’ τ’ν αρρώστια αυτήνη (δηλ. αρρώστησαν πάρα πολλοί). Δεν είχαν γιατρεμούς τότι, γιατί δεν υπήρχαν γιατροί, ούτι φάρμακα, πάαινι καλιά του ου κόσμους! Άλλοι πέθαιναν στου στρατό, άλλοι πέθαιναν ιδώ, στου χουριό μας. Πάν’ ου κόσμους…
Τα ίδια γλέπουμι κι τώρα στ’ς τηλιουράσεις! Ξεπατωμός! Δεν καλοπολεμιόται (δεν αντιμετωπίζεται εύκολα) αυτήνη η αρρώστια!
Χαράχ’κι (χαράχτηκε: ακούστηκε, διαδόθηκε) ιχτέ ότι κάπου ηύραν φάρμακου γι’ αυτήνη τ’ν αρρώστια… Για να ιδούμε τι θα γένει…».
Ενενηντάχρονος συνομιλητής μου καταθέτει τη δική του μαρτυρία και συσχετίζοντας τη σημερινή πανδημία με αντίστοιχες δοκιμασίες κατά το παρελθόν:
«Όταν αρρώσταγι κάποιους ιδώ στα χουριά μας, παραστέκουνταν (συμπαραστέκονταν) οι γειτόνοι, οι συγγινείς…
Αμ’ τώρα, να μη ζυγώνει άνθρουπους τουν άνθρουπου…
Σήμιρα ήρθαν τα πιδιά μας κι μας άφ’καν φαΐ απόξου απ’ του σπίτι, στου πιζούλι. Δε μπήκαν μέσα! Κι η γ’ναίκα μ’ τ’ν είνι καταή (κατάκοιτη). Σκιάζουντι τα πιδιά (φοβούνται)! Ούτι μι τουν πόλιμου (ενν. 1940) δεν αγρίκ’σα (έζησα) τέτοιου πράμα! Ιμείς τότι, θ’μάμι, ανταμώνουμασταν ου ένας μι τουν άλλουν, πάιναμαν στα σπίτια... Θ’ αληθέψουν τα λόγια τ’ Πατροκοσμά, πο’ ’λεγε, θα σιργιανάς στου δρόμου κι δε θα γλέπ’ς άνθρουπου...
Ιτούτου σήμιρα είναι άλλου πράμα! Δε ματακούσ’κι πουτέ! Είνι σ’ όλη τ’ν οικουμένη η αρρώστια! Χειρότιρα κι απού χτικιό!
Του χτικιό ήταν μιγάλη πανούκλα, μιγάλη χολέρα! Έλιουνι, έλιουνι ου άνθρουπους όσο π’ πέθαινε!
Τουν απαράταγαν κάπου σι κάνα παλιόσπ’του τουν άφ’ναν να πιθάνει μαναχός του.
Δεν τουν ζύγουναν, όχι, δεν πάαιναν οι σπιτίσιοι (οικείοι), για να μην τ’ς κουλλήσει.
Άμα ήταν σ’ ένα χουριό κάποιους μι χτικιό τα παλιά τα χρόνια, τουν ήξιραν κι φ’λάουνταν (προφυλάσσονταν επειδή τον απέφευγαν). Τ’ άλλου του χουριό δεν είχι φόβου…
Στ’ μέρα μ’ είχι πιθάνει μία γ’ναίκα που ‘χε χτικιό, φυματίωση π’ το λέν’ τώρα. Κι όταν πέθανι αυτήνη, τ’ απαράτ’σαν του σπίτι κι πάν’ αλλού κι έφκιασαν άλλου καλύβι, μακριά. Αυτό του σπίτι τού ‘νι (υπάρχει) ακόμα, μπουρεί να ‘πισι τώρα. Ήταν κι ένα σπίτι ιδώ στ’ γειτουνιά μας, καλύβα ήταν. Πέθαναν οι γουνέοι απού χτικιό, το ‘καψαν οι άλλοι τού σπίτι. Τα πιδιά δεν έπαθαν τίπουτα.
Ήρθε πάλι στ’ μέρα μας η πανούκλα! Ιτούτη η αρρώστια, ο… κολονοϊός! Θράψη (καταστροφή) μιγάλη τώρα σ’ όλη τ’ν ανθρουπότητα. Κι να βρουν κάνα φάρμακου, θα διβολίσει (μετφ. επανέλθει) άλλη χρουνιά η αρρώστια, απ’ ό,τι λέν’…
Κι τότι μι τ’ γρίπη (ενν. ισπανική) πέθαναν πουλλοί, αλλά δε μάθαινι ου κόσμους, γιατί δεν ήταν τηλιουράσεις. Ιμείς δε μάθαιναμαν πόσοι πέθαναν σ’ άλλα χουριά ή στα καμπουχώρια, όχι να μάθουμι σ’ άλλα κράτη…
Ιμείς ήξιραμαν μαναχά αυτ’νούς π’ πέθαναν στου χουριό μας…».
Σειρά μιας 99χρονης να πάρει τον λόγο. Αναπόφευκτη η ανάκληση επώδυνων αναμνήσεων, όπως και η σύγκριση με το σήμερα:
«Ιγώ θ’μάμαι έναν χτικιασμένου, τουν ήφιραν σι μία ράχη, φύσαγι αέρας κι ήταν σαν κι να ‘σαν στα β’νά. Κι κάτου ήταν ου Μέγας (Άραχθος).
Γύρα γύρα ήταν στιφάνια μιγάλα (γκρεμοί), θηρίος πέτακας (κάθετη χαράδρα)!
Αυτός θα έτρουγι καλά φαϊά, ό,τι του ‘παν οι γιατροί. Θα πάιναν οι θ’κοί του να τ’ αφήκουν φαΐ.
Δεν τουν ζύγουναμαν ιμείς, αλλά μας είπαν ότι είνι χτικιάρικους. Εγώ ήμαν μ’κρή τότι, 12-13 χρουνών (1935-36).
Του ‘χαν φκιάσει ένα κριβάτι ψ’λά στουν πλάτανου, μι φούρκις (υποστυλώματα), για να είνι στουν ίσκιου κι στουν αέρα. Ήταν δύσκουλη η φυματίουση. Χτικιό το ‘λιγαν οι παλιοί, φυματίουση το ‘λιγαν κοντά. Γέρευαν καμπόσοι, αλλά κι πουλλοί φόρτουναν τα μπαγκάζια τ’ς κι έφευγαν (πέθαιναν).
Ου χτικιασμένους μαραζώνει. Λιώνει, λιώνει κι πάει καλιά του…
Τώρα μας πέτρουσι ου… κουρουνορακός, πώς του λέν’, δεν του πετ’χαίνου… Μας σιαλούτιασι (τρέλανε) ντιπ…
Μέχρι κι οι γάτις ουρφάνιψαν, δεν έχουμι τι να τ’ς ταΐσουμι…
Αχ, μουρέ Βασίλη μ’, μας έκανι αυτήνη η αρρώστια να μην ανταμώσουμι, να σμίξουμι κι να τα λέμι απ’ του τηλέφουνου…».
Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων καλείται να προσαρμοστεί στους περιορισμούς που επιβλήθηκαν με στόχο τον περιορισμό εξάπλωσης του ιού. Κάποιοι όμως έχουν ζήσει ανάλογες καταστάσεις φρίκης και στο παρελθόν…
Συνεχίζει η προαναφερθείσα συνομιλήτριά μου, με την οποία συνομίλησα ανήμερα του Ευαγγελισμού:
«Είναι σιμά η Λαμπρή, αλλά δε μας έρθιτι καλά, γιατί δε λειτουργιόμαστι… Πααίνου στ’ν ικκλησούλα, ανάφτου κάνα κιράκι…
Κάθουμι μαναχή μ’ μέσα στου σπίτι κι σκούζω. Λέω, δεν πέρασα στα χρόνια μ’ τόσα φαρμάκια, μι τ’ς Γερμανοϊταλούς, μι τ’ αντάρτ’κου (Εμφύλιο) κ’βάλαγα κ’λούρις για τ’ς αντάρτις…
Τότι είχαμαν πείνα μιγάλη, φόβου, αλλά δεν είχαμαν αρρώστιες. Ξυπολησιά, ζαρκιά (γύμνια), ψείρα, αναλλαγϊά, δεν είχαμαν ρούχα ν’ αλλάξουμι. Αλλά ήταν γεροί ου κόσμους! Πέθαιναν κι τότι, θανατ’σμένοι (θνητοί) ήταν κι τότι, αλλά όχι αυτό του χάλι, να κλειόσι μέσα στου σπίτι, σα να ’σαι φυλακωμένος, κι χειρότιρα…
Οι Ιταλοί είχαν πιάσει τουν άντρα μ’, τουν είχαν φυλακωμένο 14 μήνις, τουν έδιρναν 3 φουρές τ’ μέρα. Τουν κατέβαζαν κάτου στ’ μπίμ’τσα (υπόγειο), τουν έδιρναν μι τουν υπουκόπανου απ’ του τ’φέκι, στ’ς μπλαμούτσις απ’κάτου (στα πέλματα, ενν. φάλαγγα). Κι απού φαΐ, μην τα ρουτάς… Πρώτα τ’ς έδουναν μιλιτζιάνις νιρόβραστις κι κουντά τ’ς έδουνι ου Ερυθρός Σταυρός ένα κρασουπότ’ρου σταφίδα τ’ μέρα. Ούτι ψουμί, τίπουτ’ άλλου! Κάπουτι πήγι ένας στου παραθύρι κι το ‘δουκι ένα μπαγκέτο τσιγάρα κι του ‘πι μαναχά “Θέλου να είσαι Έλληνας!”. Μ’ τα μολόγαγι τα πάθη του…
Μι τ’ς Ιταταλογερμανούς κι μι τ’ς αντάρτις, δεν κάθουνταν κανένας στου σπίτι. Λάκαγαμαν απ’ του φόβου μας! Ποιος κάθουνταν μέσα…
Κάπουτι μι τ’ς αντάρτις, νύχτα, ρίπαγαμαν σι μία πλαϊά. Κι ένα πιδάκι έσκουζι, ήταν λιανοπαίδι! Κι είπι ου πατέρας του:
-Θα γυρίσου να του σφάξου, θα μας ακούσουν οι αντάρτις!
Κι είπι η μάνα του:
-Άφ’ του, μουρέ, του πιδί…
Ε, κι αυτός φοβέρ’ζε (απειλούσε), να γλιτώσουν οι άλλοι…
Τότι στ’ αντάρτ’κου τ’φεκιόνταν, σκότουνι ου ένας τουν άλλου, τ’ς έπαιρναν τ’ν ψυχή προυτού τ’ν ώρα τ’ς.
Όσα βάσανα πέρασι ου προυσκυνημένους (Χριστός), δοξασμένου τ’ όνομά του, τα πέρασαμαν κι ιμείς. Αλλά ου καθένας κλαίει τουν πόνου του κι ου μυλουνάς τ’ αυλάκι, π’ τ’ γόμωσι η βρουχή (τα χώματα κάλυψαν το αυλάκι).
Ιτούτου του χάλι σήμιρα, να έρθιτι Λαμπρή κι να μη σ’ αφήνουν να ζυγώσεις στα πιδιά σου, στ’ αγγόνια σου… Τα γλέπ’ς απ’ αλάργα… Δε σμίουμαστι να σταυρώσουμι κ’βέντα (δεν συναντιόμαστε για να μιλήσουμε)… Δε βρίσκ’ς ψυχή όξου… Πααίνου κάθι μέρα στου νικρουταφείου, κ’βιντιάζου μι του γέρουντά μ’ (νεκρό)…
Να πιθάνου έλιγα, αλλά όχι να ξιχουρίσου απ’ τουν κόσμου μ’, απ’ τ’ς θ’κούς μ’…
Κάνου προυσευχή στ’ν Παναούλα, να σμίξου μι τα πιδιά μ’, μι τ’ αγγόνια μ’, κι ας πιθάνου…
Ξεσυγγένεψαμαν… Νέκρα κι ξεραμάρα στου χουριό… Βγαίν’ς όξου ν’ ακουρμαστείς κάναν άνθρουπου κι δεν ακούς τίπουτα…
Είχα μία τηλιόραση, αλλά χάλασι, τώρα δεν έχου… Τι… Να μ’ σηκώνει του μυαλό ταμπούρλου; Τι τ’ θέλου; Είμαι ήσυχη… Κάνου τ’ς γυροβολιές μ’, βγαίνου όξου κι σκάβου τουν κήπου, σκ’πάου τ’ς κότις… Αυτές τ’ς δ’λειές κάνου…
Τα ‘λεγα αυτά στα πιδιά μ’ κι στ’ αγγόνια μ’, τι πέρασα. Κι μο ‘λιγαν, πάν’ αυτά, πέρασαν, μην τα θ’μάσαι…
Να ‘ναι καλά ούλους ου κόσμους… Ακόμα κι οι Ιταλοί που ‘ταν οχτροί μας, κρίμα είνι κι αυτοί, ψυχές έχουν… Ένα ζ’λάπι να χάσεις, σο’ ‘ρθιτι κρίμα, όχι άνθρουπου… Μ’ λέν’ τα πιδιά μ’ ότι πεθαίνουν πουλλοί στ’ν Ιταλία… Κρίμα ου κόσμους…».
Αν πριν από δύο μήνες σας έλεγε κάποιος ότι θα επιβληθεί γενική απαγόρευση κυκλοφορίας, και μάλιστα όλο το 24ωρο, θα του προτείνατε να… επισκεφθεί ψυχίατρο!
Όμως είναι γνωστό ότι τα πιο τρελά σενάρια τα γράφει η ίδια η ζωή. Οι παρήλικοι ανακαλούν στη μνήμη τους αντίστοιχες καταστάσεις που έζησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο:
«Αν θ’μούμαστι τ’ν απαγόρευση (ενν. κυκλοφορίας) στ’ν Κατοχή; Ουου! Στα Γιάννινα μάς μάντρουναν μέσα του βράδυ. Άμα θόλουνι (άρχιζε να νυχτώνει), τιλείουνι η ζουή! Έρμοι οι δρόμοι… Ούτε σκ’λί δεν περνούσι!
Ήταν κατασκότεινα στου δρόμου! Δεν έβλιπις ούτι τ’ μύτη σου! Κι άμα έβριχι κιόλα… Κόλαση!
Αλλά κι στα σπίτια δεν είχαμαν λεχτρικό, γιατί δεν είχαν πιτρόλαδου για την Ηλεχτρική (ενν. εταιρεία ηλεκτροδότησης που λειτουργούσε με πετρέλαιο ως καύσιμη ύλη – τα καύσιμα είχαν επιταχθεί από τον κατοχικό στρατό).
Καρτέρ’γαμαν ν’ ακούσουμι του κλειδί του πατέρα στ’ν πόρτα. Έκλεινι του μαγαζί κι έρχουνταν κουσή (τροχάδην) στου σπίτι, μην αργήσει λίγου κι τουν πιάκουν οι καραμπινιέροι! Όταν ήταν οι Ιταλοί. Όταν ήταν οι Γιρμανοί, είχαν τ’ Γκιστάπου! Είχαν χαλκά στου λαιμό οι στρατιώτις, τα Ες Ες, του θ’μάμι σα φουτουγραφία. Κι κάτι έγραφι αυτός ου χαλκάς, κάτι σκαλίσματα είχι…
Πείνα μιγάλη! Κι είχαμαν κι τ’ν απαγόρευση. Άμα σ’ ήγλιπαν έξου να πιρπατάς, θα σι πήγαιναν στ’ φυλακή. Οι Ιταλοί ήταν ψια (λίγο) μαλακότιροι.
Οι Γιρμανοί ήταν φουνιάδις! Έβαζαν μια φουνή τα Ες Ες, “Καπούτ;”. Αυτοί σ’ έβαναν στ’ φυλακή, αλλά μπουρεί να σ’ έπιρναν κι στ’ Γιρμανία, τάχα για να δ’λέψεις στα ιργουστάσια, αλλά μπουρεί να σι πήγαιναν κι στου Νταχάου!».
Χείμαρρος η συνομιλήτριά μου, συνεχίζει ακάθεκτη την αφήγηση:
«Όταν είχαμαν τ’ς Ιταλούς, του ’43, ιδώ στα Γιάννινα, προυτού συνθηκουλουγήσουν, θ’μάμι ένα βράδυ πιράσαμαν μιγάλη τρουμάρα!
Μόλις είχι κλείσει ου πατέρας μ’ του μαγαζί, ήταν στου τζίκα (στο μεταίχμιο, οριακά) η απαγόρευση, είχι ν’χτώσει.
Ήρθι στου σπίτι, έβγαλι τα ρούχα τ’ μαγαζιού κι έβαλι τα ρούχα τ’ σπιτιού.
Κάποιοι είχαν πάει στου μαγαζί κι έβαλαν φουτιά μι πιτρόλαδου κι κάτι παλιουτσιόλια (παλιόρουχα), το ‘βαλαν ανάμισα στα κεπέγκια, στ’ς προυβουλές π’ τ΄ς έλεγαν (ξύλινες συρόμενες πόρτες).
Είχι ανάψει η φουτιά κι ήρθι ένας… τσιάκα τσιάκα χτύπ’σι του τσιουκάνι απ’ τ’ν πόρτα (ρόπτρο) κι λαχταρήσαμαν ιμείς… Τέτοια ώρα απαγουρευμένη ποιος να ήταν…
Απ’ τ’ν πόρτα φώναξαν:
-Σο’ ‘βαλαν φουτιά στου μαγαζί! Κόσεψε (τρέξε)!
Του μαγαζί ήταν σιμά-κουντά στου σπίτι μας.
Κι βήκι ου πατέρας μ’ μι τα ρούχα τ’ σπιτιού.
Φώναζι:
-Βουήθεια! Φουτιά!
Κι ικείνη τ’ν ώρα, πέρναγι ένας καραμπινιέρος.
Σαν είδι τουν πατέρα μ’ να φουνάζει, αφού ήταν κι εκτός ώρας έξω, τουν έπιασι τουν πατέρα μ’ κι τουν τραβουλόγησι στ’ν καραμπιναρία!
Φώναζι η μάνα μ’ (ενν. του Ιταλού), αλλά δεν τουν άφ’νι τουν καψερό τουν πατέρα μ’. Ούτι άκουγι τι του ‘λεγε, ούτι καταλάβαινε…
Τουν πήγαν στ’ν καραμπιναρία. Δεν τ’ν άφ’καν τ’ μάνα μ’ να μπει μέσα.
Του προυί η μάνα μ’ πήγι κι ηύρι έναν που ‘ξιρι ιταλικά κι πήγι στ’ν καραμπιναρία κι τ’ς ιξήγισι κι τουν άφ’καν τουν πατέρα μ’.
Αλλιώς… θα να ‘φτανι στ’ Γιρμανία! Θα πάνιγι χαμένους! Η ζουή σου ήταν ένα τίπουτα…».
Το βράδυ δεν έπρεπε να φαίνεται ούτε η παραμικρή πηγή φωτός, επειδή οι κατακτητές θεωρούσαν ότι μπορεί η πόλη των Ιωαννίνων να γινόταν στόχος των συμμαχικών αεροσκαφών, οπότε επιβαλλόταν γενική συσκότιση, μέτρο που δεν επέτρεπε καμία παρέκκλιση. Η μη συμμόρφωση με τη διαταγή συνεπαγόταν από φυλάκιση μέχρι εκτέλεση!
Ας αφήσουμε τη συνομιλήτριά μου να συνεχίσει την αφήγηση:
«Για να μη φαίνιτι απ’ όξου καθόλου φέξη (φως), δεν είχαμαν μοναχά τα παντζούρια, γιατί έβγινι του φως απ’ τ’ς χαραμάδις. Για να μη φαίνιτι η αντιφεγγιά, βάναμαν διπλές κουβέρτις στα παράθυρα απού μέσα. Λάμπες πετρελαίου είχαμαν…
Στα σπίτια που ‘ταν δίπατα, στα καλοστεκούμενα τα σπίτια, αρχουντόσπιτα, είχαν επιτάξει δουμάτια κι έβαναν Γιρμανούς μέσα, αξιουματικούς, όχι φαντάρους. Οι φαντάροι ήταν στ’ς στρατώνις.
Ένα δουμάτιου, όχι όλου του σπίτι.
Κι έλειπαν κιόλα οι αξιουματικοί, πουλλές μέρις.
Μας είχαν πάρει κι τα ράδια, να μην ακούμι τι γένιτι στουν κόσμου!
Αν σ’ έπιαναν ν’ ακούς ράδιου, αφού δεν του ‘χες δηλώσει, θα πήγαινες στ’ απόσπασμα! Θα σι τ’φέκαγαν!
Αυτός ου Γιρμανός είχι ένα ράδιου στου δουμάτιου!
Τα δουμάτια δεν τα κλείδουναν…
Ου αδιρφός μ’ κι η αδιρφή μ’, η Κούλα, ήθιλαν ν’ ακούσουν ράδιου, να μάθουν τι γίνεται στουν κόσμου.
Μπήκαν μέσα στου δουμάτιου, άν’ξαν του ράδιου… κι άκ’γαν τ’ καλού καιρού!
Ακούσαμαν τ’ν πόρτα… τσιάκα τσιάκα (ρόπτρο)… Χαλασμός!
Ήταν η Γκεστάπο!
Ου αδιρφός μ’ έκλισι του ράδιου, αλλά αυτό ήταν ακόμα ζιστό!
Αλλά αυτοί δεν ήρθαν για του ράδιου. Είχι κουνηθεί μια σταλιά η κουβέρτα κι φάν’κι λίγου φως απόξου κι ήρθαν απάνου, έβριζαν, κι είχαμαν ανάψει τη λάμπα. Η Ηλεχτρική είχι ρεύμα κάθι βράδυ μία ώρα.
Οι Γιρμανοί έδειχναν τ’ αδιρφού μ’ τ’ λάμπα κι αυτός κατάλαβι…
Τουν ανέβασαν σι μία καρέκλα να σβήσει τη λάμπα! Να ξεστρίψει του γλόμπου!
Ποιος ξέρει τι χωριάτις θα ήταν απ’ τ’ Γιρμανία! Χα χα! Δεν ήξιραν ότι του φως του κλείνουμι μι του κουμπί (τον διακόπτη)… Κι αυτοί έλιγαν να ξεστρίψει τ’ λάμπα!
Φουβήθ’κι ου αδιρφός μ’ μι του ράδιου, μη βάλουν του χέρι κι του βρουν ζιστό. Τι ήταν τότι, 14 χρουνών ήταν ου αδιρφός μ’…
Αυτά π’ περνάμι σήμιρα μι τ’ς απαγουρεύσεις, να μη βγαίν’ς απ’ του σπίτι, τα πέρασαμαν όλα στου πιτσί μας!
Τώρα, άμα δεν ακούσεις, πληρών’ς πρόστιμου. Τότι σι τ’φέκαγαν!».
Μία πολύ σκληρή δοκιμασία, που δοκιμάζει τα απώτατα όρια ταλάντωσης των ψυχικών αντοχών του ανθρώπου, είναι αυτή που σχετίζεται με τη δυσκολία στην ταφή (βλ. την κατάσταση στη βόρεια Ιταλία). Και εδώ οι παραλληλισμοί είναι ανατριχιαστικοί:
«Τι θιρμός (καυτό νερό, μετφ. καταστροφή, όλεθρος) είν’ αυτός, μωρέ πιδί μ’! Να μην κοτάς (τολμάς) να βγεις όξου απ’ του σπίτι…
Δε μπουρούν ούτι να έρθουν τα πιδιά μας να μας ιδούν, δεν ξέρουν αν έχουν αυτό του μικρόβιου…
Κι ιμείς ιδώ σκιάζουμαστι…
Ιτούτη ιδώ είναι κατάρα! Να μη μπουρεί να μπει κανένας μέσα στου σπίτι για να ιδεί τουν πατέρα του, τ’ μάνα τ’, αδιρφό, ό,τι έχει…
Χάθ’κι (πέθανε) μία ιδώ στου χουριό μας τώρα, δεν έχει 8-9 μέρις. Στ’ν ικκλησιά ήταν μαναχά ου παπάς μι τουν ψάλτη κι οι δικοί τ’ς, 3-4 άνθρουποι…
Δεν ηύρισκαν κανέναν να σκάψει για τουν τάφου. Κι ξαναγκάσ’κι ου άντρας τ’ς μακαρίτ’σσας κι του πιδί τ’ς να σκάψουν μαναχοί τ’ς για να τ’ θάψουν!
Τι θα έκαναν… Ήθιλαν, δεν ήθιλαν… Μπόρ’γαν, δε μπόρ’γαν...
Να ‘χουν τουν πόνου τ’ς ου κόσμους, να πρέπει κι να σκάψουν!
Ήρθι η ώρα που είπι κάποιους, ποιος ήταν… “βγείτι οι πιθαμένοι (ενν. απ’ τα μνήματα), να μπούμι ιμείς μέσα”!
Δε ματακούσ’κι πουτέ τέτοιου πράμα, όσο ζηούμι…
Θ’ μ’ πεις, κι τότι μι τ’ αντάρτ’κου (Εμφύλιο) του ’40, του ίδιου γένουνταν. Όπου σκουτώνουνταν, τ’ς έθαφταν! Ούτι διάβασμα, ούτι μνημόσυνου, τίπουτα… Κι άμα δεν τ’ς έχουναν βαθιά στου χώμα, πάαιναν τα ζ’λάπια (σαρκοβόρα) κι τ’ς ξέθαφταν».
Και συμπληρώνει με έμφαση αιωνόβια χρονομάρτυρας:
«Χειρότιρα κι απ’ τουν πόλιμου είνι τώρα! Τα τ’φέκια λείπουντι μαναχά! Ιγώ τουν έζησα τουν πόλιμου, του ’42 παντρεύ’κα, κι του ’43 γένν’σα του πιδί μ’.
Ου αδιρφός μ’ είχι σκουτουθεί μι τον Εμφύλιο, το ’47. Κι όπως σκουτώθ’κι, τουν έθαψαν οι άλλοι (συμπολεμιστές). Σι τρεις μέρις πήγι η μάνα μ’ μι τουν αδιρφό μ’ κι τουν ήφιραν του μακαρίτη, στ’ άλουγου πανωσάμαρα, κι τουν έθαψαν μαναχοί τ’ς. Ούτε παπά, ούτε δεσπότη! Τίπουτα… Αδιάβαστους (πήγι (χωρίς να ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία)…»!
Και μια νότα αισιοδοξίας από έναν άλλο συνομιλητή μου, 85χρονο:
«Τήρα να ιδείς… Ου φόβους φ’λάει τα έρμα…
Ου βλάχους πρέπει να χουχτάει (φωνάζει πολύ δυνατά), προυτού ζυγώσει ου λύκους στου κουπάδι.
Τα παλιά τα χρόνια, άμα δεν πάινις κάθι μέρα στου κουπάδι με δυο σκ’λιά μανιωμένα (εξαγριωμένα), θα έρθουνταν ου λύκους στα πρόβατα και θα στα ρήμαζι!
Έπριπι να είσι δίπλα στου κουπάδι μέρα.
Αυτή σήμιρα είνι πανούκλα! Πρώτα τραβάει εμπαθήδες (πλήττει όσους έχουν σοβαρά υποκείμενα νοσήματα). Μπουρεί να ’ναι κι νέοι, αλλά να μην ξέρει ου άλλους τι βλάψιμου έχει, για να φ’λαχτεί… Άμα παίρει τα φάρμακα, δεν έχει φόβου. Άμα δεν τα παίρει, αλίμονο!
Ιδώ στα χουριά δεν είνι κι τίπουτα να σι κουλλήσει. Είμαστι κι αλάργα ου ένας απ’ τουν άλλου, όπους ήταν οι κλέφτις στα ταμπούρια! Σαν τουν Κατσιαντώνη…
Αλλά άμα έρθει κάνας εμπαθής απ’ αλλού κι φέρει γύρες στου χουριό, άμα έχει του νόσημα, θα κουλλήσει κι εμάς! Θα δυναμώσει αυτήνη η αρρώστια. Ιδώ που ‘μαστι ιμείς, δε μας βρίσκει ούτι… αλικόφτιρου!
Άμα φ’λαχτεί ου κόσμους, θα φύβγει η γρίπη! Όσο γένιτι αυτήνη η σφίξη, η τάξη (όσο τηρούνται τα μέτρα), καλύτιρα θα είνι. Βγαίνει κι ου Μάρτ’ς τώρα, θα αριέψει του κακό…».
Οι παραπάνω αφηγήσεις δείχνουν με τον πιο αδιάψευστο τρόπο ότι το παρελθόν είναι πολύ πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε, απόδειξη της κυκλικότητας της ζωής. Αλλά, με τους ρυθμούς που τρέχουν τα γεγονότα, ακόμη και το μέλλον… είναι ήδη παρελθόν! Ο κορωνοϊός ελπίζουμε και ευχόμαστε εναγωνίως να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά το συντομότερο δυνατόν. Κανείς όμως δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα είναι ο κόσμος μας όταν θα ξαναβγούμε άφοβα απ’ τα σπίτια μας. Καλύτερος ή χειρότερος; Ας κάνουμε ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας, για να επικρατήσει η πρώτη επιλογή!
Απ’ τα βάθη της καρδιάς μου εύχομαι να είστε όλοι υγιείς… ακορονόητοι… και ψύχραιμοι!
Καλή δύναμη!
$$Η απομόνωση του χτικιάρη##
Σειρά μιας 99χρονης να πάρει τον λόγο. Αναπόφευκτη η ανάκληση επώδυνων αναμνήσεων, όπως και η σύγκριση με το σήμερα:
«Ιγώ θ’μάμαι έναν χτικιασμένου, τουν ήφιραν σι μία ράχη, φύσαγι αέρας κι ήταν σαν κι να ‘σαν στα β’νά. Κι κάτου ήταν ου Μέγας (Άραχθος).
Γύρα γύρα ήταν στιφάνια μιγάλα (γκρεμοί), θηρίος πέτακας (κάθετη χαράδρα)!
Αυτός θα έτρουγι καλά φαϊά, ό,τι του ‘παν οι γιατροί. Θα πάιναν οι θ’κοί του να τ’ αφήκουν φαΐ.
Δεν τουν ζύγουναμαν ιμείς, αλλά μας είπαν ότι είνι χτικιάρικους. Εγώ ήμαν μ’κρή τότι, 12-13 χρουνών (1935-36).
Του ‘χαν φκιάσει ένα κριβάτι ψ’λά στουν πλάτανου, μι φούρκις (υποστυλώματα), για να είνι στουν ίσκιου κι στουν αέρα. Ήταν δύσκουλη η φυματίουση. Χτικιό το ‘λιγαν οι παλιοί, φυματίουση το ‘λιγαν κοντά. Γέρευαν καμπόσοι, αλλά κι πουλλοί φόρτουναν τα μπαγκάζια τ’ς κι έφευγαν (πέθαιναν).
Ου χτικιασμένους μαραζώνει. Λιώνει, λιώνει κι πάει καλιά του…
Τώρα μας πέτρουσι ου… κουρουνορακός, πώς του λέν’, δεν του πετ’χαίνου… Μας σιαλούτιασι (τρέλανε) ντιπ…
Μέχρι κι οι γάτις ουρφάνιψαν, δεν έχουμι τι να τ’ς ταΐσουμι…
Αχ, μουρέ Βασίλη μ’, μας έκανι αυτήνη η αρρώστια να μην ανταμώσουμι, να σμίξουμι κι να τα λέμι απ’ του τηλέφουνου…».
$$«Χειρότερα κι απ’ τους Ιταλογερμανούς…»##
Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων καλείται να προσαρμοστεί στους περιορισμούς που επιβλήθηκαν με στόχο τον περιορισμό εξάπλωσης του ιού. Κάποιοι όμως έχουν ζήσει ανάλογες καταστάσεις φρίκης και στο παρελθόν…
Συνεχίζει η προαναφερθείσα συνομιλήτριά μου, με την οποία συνομίλησα ανήμερα του Ευαγγελισμού:
«Είναι σιμά η Λαμπρή, αλλά δε μας έρθιτι καλά, γιατί δε λειτουργιόμαστι… Πααίνου στ’ν ικκλησούλα, ανάφτου κάνα κιράκι…
Κάθουμι μαναχή μ’ μέσα στου σπίτι κι σκούζω. Λέω, δεν πέρασα στα χρόνια μ’ τόσα φαρμάκια, μι τ’ς Γερμανοϊταλούς, μι τ’ αντάρτ’κου (Εμφύλιο) κ’βάλαγα κ’λούρις για τ’ς αντάρτις…
Τότι είχαμαν πείνα μιγάλη, φόβου, αλλά δεν είχαμαν αρρώστιες. Ξυπολησιά, ζαρκιά (γύμνια), ψείρα, αναλλαγϊά, δεν είχαμαν ρούχα ν’ αλλάξουμι. Αλλά ήταν γεροί ου κόσμους! Πέθαιναν κι τότι, θανατ’σμένοι (θνητοί) ήταν κι τότι, αλλά όχι αυτό του χάλι, να κλειόσι μέσα στου σπίτι, σα να ’σαι φυλακωμένος, κι χειρότιρα…
Οι Ιταλοί είχαν πιάσει τουν άντρα μ’, τουν είχαν φυλακωμένο 14 μήνις, τουν έδιρναν 3 φουρές τ’ μέρα. Τουν κατέβαζαν κάτου στ’ μπίμ’τσα (υπόγειο), τουν έδιρναν μι τουν υπουκόπανου απ’ του τ’φέκι, στ’ς μπλαμούτσις απ’κάτου (στα πέλματα, ενν. φάλαγγα). Κι απού φαΐ, μην τα ρουτάς… Πρώτα τ’ς έδουναν μιλιτζιάνις νιρόβραστις κι κουντά τ’ς έδουνι ου Ερυθρός Σταυρός ένα κρασουπότ’ρου σταφίδα τ’ μέρα. Ούτι ψουμί, τίπουτ’ άλλου! Κάπουτι πήγι ένας στου παραθύρι κι το ‘δουκι ένα μπαγκέτο τσιγάρα κι του ‘πι μαναχά “Θέλου να είσαι Έλληνας!”. Μ’ τα μολόγαγι τα πάθη του…
Μι τ’ς Ιταταλογερμανούς κι μι τ’ς αντάρτις, δεν κάθουνταν κανένας στου σπίτι. Λάκαγαμαν απ’ του φόβου μας! Ποιος κάθουνταν μέσα…
Κάπουτι μι τ’ς αντάρτις, νύχτα, ρίπαγαμαν σι μία πλαϊά. Κι ένα πιδάκι έσκουζι, ήταν λιανοπαίδι! Κι είπι ου πατέρας του:
-Θα γυρίσου να του σφάξου, θα μας ακούσουν οι αντάρτις!
Κι είπι η μάνα του:
-Άφ’ του, μουρέ, του πιδί…
Ε, κι αυτός φοβέρ’ζε (απειλούσε), να γλιτώσουν οι άλλοι…
Τότι στ’ αντάρτ’κου τ’φεκιόνταν, σκότουνι ου ένας τουν άλλου, τ’ς έπαιρναν τ’ν ψυχή προυτού τ’ν ώρα τ’ς.
Όσα βάσανα πέρασι ου προυσκυνημένους (Χριστός), δοξασμένου τ’ όνομά του, τα πέρασαμαν κι ιμείς. Αλλά ου καθένας κλαίει τουν πόνου του κι ου μυλουνάς τ’ αυλάκι, π’ τ’ γόμωσι η βρουχή (τα χώματα κάλυψαν το αυλάκι).
Ιτούτου του χάλι σήμιρα, να έρθιτι Λαμπρή κι να μη σ’ αφήνουν να ζυγώσεις στα πιδιά σου, στ’ αγγόνια σου… Τα γλέπ’ς απ’ αλάργα… Δε σμίουμαστι να σταυρώσουμι κ’βέντα (δεν συναντιόμαστε για να μιλήσουμε)… Δε βρίσκ’ς ψυχή όξου… Πααίνου κάθι μέρα στου νικρουταφείου, κ’βιντιάζου μι του γέρουντά μ’ (νεκρό)…
Να πιθάνου έλιγα, αλλά όχι να ξιχουρίσου απ’ τουν κόσμου μ’, απ’ τ’ς θ’κούς μ’…
Κάνου προυσευχή στ’ν Παναούλα, να σμίξου μι τα πιδιά μ’, μι τ’ αγγόνια μ’, κι ας πιθάνου…
Ξεσυγγένεψαμαν… Νέκρα κι ξεραμάρα στου χουριό… Βγαίν’ς όξου ν’ ακουρμαστείς κάναν άνθρουπου κι δεν ακούς τίπουτα…
Είχα μία τηλιόραση, αλλά χάλασι, τώρα δεν έχου… Τι… Να μ’ σηκώνει του μυαλό ταμπούρλου; Τι τ’ θέλου; Είμαι ήσυχη… Κάνου τ’ς γυροβολιές μ’, βγαίνου όξου κι σκάβου τουν κήπου, σκ’πάου τ’ς κότις… Αυτές τ’ς δ’λειές κάνου…
Τα ‘λεγα αυτά στα πιδιά μ’ κι στ’ αγγόνια μ’, τι πέρασα. Κι μο ‘λιγαν, πάν’ αυτά, πέρασαν, μην τα θ’μάσαι…
Να ‘ναι καλά ούλους ου κόσμους… Ακόμα κι οι Ιταλοί που ‘ταν οχτροί μας, κρίμα είνι κι αυτοί, ψυχές έχουν… Ένα ζ’λάπι να χάσεις, σο’ ‘ρθιτι κρίμα, όχι άνθρουπου… Μ’ λέν’ τα πιδιά μ’ ότι πεθαίνουν πουλλοί στ’ν Ιταλία… Κρίμα ου κόσμους…».
$$«Μας μάντρωναν μέσα το βράδυ…»##
Αν πριν από δύο μήνες σας έλεγε κάποιος ότι θα επιβληθεί γενική απαγόρευση κυκλοφορίας, και μάλιστα όλο το 24ωρο, θα του προτείνατε να… επισκεφθεί ψυχίατρο!
Όμως είναι γνωστό ότι τα πιο τρελά σενάρια τα γράφει η ίδια η ζωή. Οι παρήλικοι ανακαλούν στη μνήμη τους αντίστοιχες καταστάσεις που έζησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο:
«Αν θ’μούμαστι τ’ν απαγόρευση (ενν. κυκλοφορίας) στ’ν Κατοχή; Ουου! Στα Γιάννινα μάς μάντρουναν μέσα του βράδυ. Άμα θόλουνι (άρχιζε να νυχτώνει), τιλείουνι η ζουή! Έρμοι οι δρόμοι… Ούτε σκ’λί δεν περνούσι!
Ήταν κατασκότεινα στου δρόμου! Δεν έβλιπις ούτι τ’ μύτη σου! Κι άμα έβριχι κιόλα… Κόλαση!
Αλλά κι στα σπίτια δεν είχαμαν λεχτρικό, γιατί δεν είχαν πιτρόλαδου για την Ηλεχτρική (ενν. εταιρεία ηλεκτροδότησης που λειτουργούσε με πετρέλαιο ως καύσιμη ύλη – τα καύσιμα είχαν επιταχθεί από τον κατοχικό στρατό).
Καρτέρ’γαμαν ν’ ακούσουμι του κλειδί του πατέρα στ’ν πόρτα. Έκλεινι του μαγαζί κι έρχουνταν κουσή (τροχάδην) στου σπίτι, μην αργήσει λίγου κι τουν πιάκουν οι καραμπινιέροι! Όταν ήταν οι Ιταλοί. Όταν ήταν οι Γιρμανοί, είχαν τ’ Γκιστάπου! Είχαν χαλκά στου λαιμό οι στρατιώτις, τα Ες Ες, του θ’μάμι σα φουτουγραφία. Κι κάτι έγραφι αυτός ου χαλκάς, κάτι σκαλίσματα είχι…
Πείνα μιγάλη! Κι είχαμαν κι τ’ν απαγόρευση. Άμα σ’ ήγλιπαν έξου να πιρπατάς, θα σι πήγαιναν στ’ φυλακή. Οι Ιταλοί ήταν ψια (λίγο) μαλακότιροι.
Οι Γιρμανοί ήταν φουνιάδις! Έβαζαν μια φουνή τα Ες Ες, “Καπούτ;”. Αυτοί σ’ έβαναν στ’ φυλακή, αλλά μπουρεί να σ’ έπιρναν κι στ’ Γιρμανία, τάχα για να δ’λέψεις στα ιργουστάσια, αλλά μπουρεί να σι πήγαιναν κι στου Νταχάου!».
$$«Η ζωή σου ήταν ένα τίποτα!»##
Χείμαρρος η συνομιλήτριά μου, συνεχίζει ακάθεκτη την αφήγηση:
«Όταν είχαμαν τ’ς Ιταλούς, του ’43, ιδώ στα Γιάννινα, προυτού συνθηκουλουγήσουν, θ’μάμι ένα βράδυ πιράσαμαν μιγάλη τρουμάρα!
Μόλις είχι κλείσει ου πατέρας μ’ του μαγαζί, ήταν στου τζίκα (στο μεταίχμιο, οριακά) η απαγόρευση, είχι ν’χτώσει.
Ήρθι στου σπίτι, έβγαλι τα ρούχα τ’ μαγαζιού κι έβαλι τα ρούχα τ’ σπιτιού.
Κάποιοι είχαν πάει στου μαγαζί κι έβαλαν φουτιά μι πιτρόλαδου κι κάτι παλιουτσιόλια (παλιόρουχα), το ‘βαλαν ανάμισα στα κεπέγκια, στ’ς προυβουλές π’ τ΄ς έλεγαν (ξύλινες συρόμενες πόρτες).
Είχι ανάψει η φουτιά κι ήρθι ένας… τσιάκα τσιάκα χτύπ’σι του τσιουκάνι απ’ τ’ν πόρτα (ρόπτρο) κι λαχταρήσαμαν ιμείς… Τέτοια ώρα απαγουρευμένη ποιος να ήταν…
Απ’ τ’ν πόρτα φώναξαν:
-Σο’ ‘βαλαν φουτιά στου μαγαζί! Κόσεψε (τρέξε)!
Του μαγαζί ήταν σιμά-κουντά στου σπίτι μας.
Κι βήκι ου πατέρας μ’ μι τα ρούχα τ’ σπιτιού.
Φώναζι:
-Βουήθεια! Φουτιά!
Κι ικείνη τ’ν ώρα, πέρναγι ένας καραμπινιέρος.
Σαν είδι τουν πατέρα μ’ να φουνάζει, αφού ήταν κι εκτός ώρας έξω, τουν έπιασι τουν πατέρα μ’ κι τουν τραβουλόγησι στ’ν καραμπιναρία!
Φώναζι η μάνα μ’ (ενν. του Ιταλού), αλλά δεν τουν άφ’νι τουν καψερό τουν πατέρα μ’. Ούτι άκουγι τι του ‘λεγε, ούτι καταλάβαινε…
Τουν πήγαν στ’ν καραμπιναρία. Δεν τ’ν άφ’καν τ’ μάνα μ’ να μπει μέσα.
Του προυί η μάνα μ’ πήγι κι ηύρι έναν που ‘ξιρι ιταλικά κι πήγι στ’ν καραμπιναρία κι τ’ς ιξήγισι κι τουν άφ’καν τουν πατέρα μ’.
Αλλιώς… θα να ‘φτανι στ’ Γιρμανία! Θα πάνιγι χαμένους! Η ζουή σου ήταν ένα τίπουτα…».